susceptible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

susceptible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "susceptible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι επιρρεπές σε κάποια επίδραση ή κατάσταση, όπως ασθένεια ή ψυχολογική κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική για να αναφερθεί σε άτομα που είναι πιο πιθανό να προσβληθούν από ασθένειες ή παθήσεις. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα σε επίσημα ή επιστημονικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los niños son más susceptibles a las infecciones.
    ("Τα παιδιά είναι πιο ευαίσθητα στις μολύνσεις.")

  2. Personas con sistemas inmunológicos débiles son susceptibles a enfermedades.
    ("Άτομα με αδύναμα ανοσοποιητικά συστήματα είναι επιρρεπή σε ασθένειες.")

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "susceptible" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες φράσεις που θα αποδώσουν μια έννοια ευαισθησίας ή επιρρεπής κατάστασης:

  1. Es susceptible a los cambios climáticos.
    ("Είναι επιρρεπής στις καιρικές αλλαγές.")

  2. Una persona susceptible puede ser fácilmente ofendida.
    ("Ένα ευαίσθητο άτομο μπορεί να προσβληθεί εύκολα.")

  3. Los pacientes son susceptibles a recaídas si no siguen el tratamiento.
    ("Οι ασθενείς είναι επιρρεπείς σε υποτροπές αν δεν ακολουθούν τη θεραπεία.")

  4. Algunos dispositivos electrónicos son susceptibles a interferencias.
    ("Ορισμένες ηλεκτρονικές συσκευές είναι ευαίσθητες σε παρεμβολές.")

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "susceptibilis", που είναι μια σύνθεση των λέξεων "susceptus" (λαμβάνω κάτω) και της κατάληξης "-ibilis" που δείχνει δυνατότητα ή ικανότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024