Η λέξη "susceptible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι επιρρεπές σε κάποια επίδραση ή κατάσταση, όπως ασθένεια ή ψυχολογική κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική για να αναφερθεί σε άτομα που είναι πιο πιθανό να προσβληθούν από ασθένειες ή παθήσεις. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα σε επίσημα ή επιστημονικά κείμενα.
Los niños son más susceptibles a las infecciones.
("Τα παιδιά είναι πιο ευαίσθητα στις μολύνσεις.")
Personas con sistemas inmunológicos débiles son susceptibles a enfermedades.
("Άτομα με αδύναμα ανοσοποιητικά συστήματα είναι επιρρεπή σε ασθένειες.")
Η λέξη "susceptible" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες φράσεις που θα αποδώσουν μια έννοια ευαισθησίας ή επιρρεπής κατάστασης:
Es susceptible a los cambios climáticos.
("Είναι επιρρεπής στις καιρικές αλλαγές.")
Una persona susceptible puede ser fácilmente ofendida.
("Ένα ευαίσθητο άτομο μπορεί να προσβληθεί εύκολα.")
Los pacientes son susceptibles a recaídas si no siguen el tratamiento.
("Οι ασθενείς είναι επιρρεπείς σε υποτροπές αν δεν ακολουθούν τη θεραπεία.")
Algunos dispositivos electrónicos son susceptibles a interferencias.
("Ορισμένες ηλεκτρονικές συσκευές είναι ευαίσθητες σε παρεμβολές.")
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "susceptibilis", που είναι μια σύνθεση των λέξεων "susceptus" (λαμβάνω κάτω) και της κατάληξης "-ibilis" που δείχνει δυνατότητα ή ικανότητα.
Expuesto (εκτεθειμένος)
Αντώνυμα: