Το "suscitar" είναι ρήμα.
/sus.kiˈtar/
Το "suscitar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα ισπανικά για να υποδηλώσει τη δράση της πρόκλησης ή της εγερτικής ενέργειας κάτι (π.χ. συναισθήματα, αντιδράσεις, σκέψεις). Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και νομικά συμφραζόμενα και μπορεί να αναφέρεται στην πρόκληση συζητήσεων ή αντιπαραθέσεων. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
Η είδηση της φορολογικής μεταρρύθμισης προκάλεσε πολλή αμφισβήτηση.
Su discurso suscitó un gran interés entre los jóvenes.
Ο λόγος του προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στους νέους.
El descubrimiento arqueológico suscitó la atención de los medios.
Το "suscitar" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που δείχνουν την ικανότητα να προκαλείς συγκεκριμένες αντιδράσεις ή συναισθήματα.
Προκαλώ περιέργεια.
Suscitar emociones.
Διεγείρω συναισθήματα.
Suscitar un debate.
Προκαλώ μια συζήτηση.
Suscitar sospechas.
Προκαλώ υποψίες.
Suscitar la atención.
Προκαλώ την προσοχή.
Suscitar reacciones.
Διεγείρω αντιδράσεις.
Suscitar envidia.
Προκαλώ ζήλια.
Suscitar conflictos.
Η λέξη "suscitar" προέρχεται από το λατινικό "suscitare", που σημαίνει "να ανυψώσω" ή "να εκπλήσσω", από τη ρίζα "suscitare" που συνδυάζει το "sub-" (κάτω) και "citare" (να καλέσω).
Συνώνυμα: - provocar (προκαλώ) - estimular (διεγείρω) - generar (παράγω)
Αντώνυμα: - apaciguar (ηρεμώ) - calmar (καταπραΰνω) - silenciar (σιωπώ)