Ρήμα
/sus.kɾiˈβiɾ/
Η λέξη "suscribir" αναφέρεται στη διαδικασία της υπογραφής ή της εγγραφής σε κάτι, συνήθως για να συμμετάσχει κάποιος ή να αποκτήσει πρόσβαση σε υπηρεσίες, όπως μέσω συνδρομής ή συμφωνίας. Η χρήση της είναι κοινή τόσο σε γραπτούς όσο και σε προφορικούς λόγους, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν συμβάσεις, συμφωνίες ή υπηρεσίες.
Voy a suscribir un periódico digital.
Θα συνδρομήσω σε μια ψηφιακή εφημερίδα.
Es importante suscribir el contrato antes del 1 de enero.
Είναι σημαντικό να υπογράψετε το συμβόλαιο πριν την 1η Ιανουαρίου.
Ella decidió suscribir a un servicio de streaming.
Αυτή αποφάσισε να εγγραφεί σε μια υπηρεσία streaming.
Η λέξη "suscribir" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την υπογραφή και την εγγραφή.
Αυτή η ομάδα decidió suscribir a una causa benéfica.
Αυτή η ομάδα αποφάσισε να υποστηρίξει μια φιλανθρωπική αιτία.
Suscribir un documento
Debes suscribir el documento para validar tu participación.
Πρέπει να υπογράψετε το έγγραφο για να επικυρώσετε τη συμμετοχή σας.
Suscribirse a un boletín
Η λέξη "suscribir" προέρχεται από το λατινικό "subscribere", όπου "sub-" σημαίνει "κάτω" και "scribere" σημαίνει "γράφω". Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει την έννοια της γραφής κάτι κάτω ή της υπογραφής ενός εγγράφου.