suscribir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suscribir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/sus.kɾiˈβiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "suscribir" αναφέρεται στη διαδικασία της υπογραφής ή της εγγραφής σε κάτι, συνήθως για να συμμετάσχει κάποιος ή να αποκτήσει πρόσβαση σε υπηρεσίες, όπως μέσω συνδρομής ή συμφωνίας. Η χρήση της είναι κοινή τόσο σε γραπτούς όσο και σε προφορικούς λόγους, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν συμβάσεις, συμφωνίες ή υπηρεσίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a suscribir un periódico digital.
    Θα συνδρομήσω σε μια ψηφιακή εφημερίδα.

  2. Es importante suscribir el contrato antes del 1 de enero.
    Είναι σημαντικό να υπογράψετε το συμβόλαιο πριν την 1η Ιανουαρίου.

  3. Ella decidió suscribir a un servicio de streaming.
    Αυτή αποφάσισε να εγγραφεί σε μια υπηρεσία streaming.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "suscribir" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την υπογραφή και την εγγραφή.

  1. Suscribir a una causa
  2. Αυτή η ομάδα decidió suscribir a una causa benéfica.
    Αυτή η ομάδα αποφάσισε να υποστηρίξει μια φιλανθρωπική αιτία.

  3. Suscribir un documento

  4. Debes suscribir el documento para validar tu participación.
    Πρέπει να υπογράψετε το έγγραφο για να επικυρώσετε τη συμμετοχή σας.

  5. Suscribirse a un boletín

  6. Muchos optan por suscribirse a un boletín para recibir actualizaciones.
    Πολλοί επιλέγουν να εγγραφούν σε ένα ενημερωτικό δελτίο για να λαμβάνουν ενημερώσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "suscribir" προέρχεται από το λατινικό "subscribere", όπου "sub-" σημαίνει "κάτω" και "scribere" σημαίνει "γράφω". Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει την έννοια της γραφής κάτι κάτω ή της υπογραφής ενός εγγράφου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024