Suscribirse είναι ρήμα.
/ suskɾiˈβiɾse /
Η λέξη suscribirse σημαίνει την πράξη της εγγραφής ή της υπογραφής σε μια υπηρεσία, αναγνωρίζοντας ότι κάποιος επιθυμεί να λάβει κάποιες πληροφορίες, προϊόντα ή υπηρεσίες, συχνά πληρώνοντας μια συνδρομή. Είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιείται σε γραπτό κείμενο, όπως σε πολιτικές και διαδικτυακά πλαίσια, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην προφορική ομιλία.
Me quiero suscribir a la revista.
(Θέλω να εγγραφώ στο περιοδικό.)
Ella decidió suscribirse al canal de videos.
(Αυτή αποφάσισε να εγγραφεί στο κανάλι βίντεο.)
Es importante suscribirse para recibir las actualizaciones.
(Είναι σημαντικό να εγγραφείς για να λαμβάνεις τις ενημερώσεις.)
Η λέξη suscribirse μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως σε πλαίσια που σχετίζονται με υπηρεσίες ή προγράμματα.
Suscribirse a un boletín informativo
(Εγγραφώ σε ένα ενημερωτικό δελτίο.)
Suscribirse a una oferta especial
(Εγγραφώ σε μια ειδική προσφορά.)
Suscribirse a un servicio de streaming
(Εγγραφώ σε μια υπηρεσία streaming.)
No olvides suscribirte al newsletter
(Μην ξεχάσεις να εγγραφείς στο newsletter.)
Si te suscribes ahora, recibirás un descuento
(Αν εγγραφείς τώρα, θα πάρεις έκπτωση.)
Muchos usuarios se suscriben a este tipo de servicios
(Πολλοί χρήστες εγγράφονται σε αυτού του τύπου τις υπηρεσίες.)
Το ρήμα suscribirse προέρχεται από την λατινική λέξη "subscribere", που σημαίνει "να υπογράψεις κάτω" ή "να συνάψεις". Περιλαμβάνει το "sub-" (κάτω) και "scribere" (να γράφεις).
Συνώνυμα: - Inscribirse (εγγράφω) - Registrarse (καταχωρώ)
Αντώνυμα: - Cancelar la suscripción (ανακαλώ την εγγραφή) - Desuscribirse (αποσυνδέομαι)