Η λέξη "suscriptor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /sus.kɾipˈtoɾ/
Βασικά, η λέξη "suscriptor" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εγγραφεί ή συνδράμει σε μια υπηρεσία, συντροφιά ή σημαντικό κανάλι πληροφοριών, συνήθως μέσω μιας πληρωμής ή μιας συμφωνίας για την παρακολούθηση ή τη λήψη περιεχομένου. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών και του νόμου.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, στις περισσότερες περιπτώσεις στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ανακοινώσεις ή σε συμβάσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συνομιλίες σχετικά με υπηρεσίες ή παραγγελίες.
"El suscriptor tendrá acceso a contenido exclusivo."
(Ο συνδρομητής θα έχει πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο.)
"Los suscriptores recibirán un boletín mensual."
(Οι συνδρομητές θα λάβουν ένα μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο.)
Η λέξη "suscriptor" δεν εμφανίζεται συχνά σε περίπλοκες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες κοινές φράσεις.
"Ser suscriptor de un periódico es tener acceso a diversas opiniones."
(Να είσαι συνδρομητής μιας εφημερίδας σημαίνει να έχεις πρόσβαση σε πολλές απόψεις.)
"Un suscriptor leal siempre apoyará el contenido."
(Ένας πιστός συνδρομητής θα υποστηρίξει πάντα το περιεχόμενο.)
"El suscriptor premium disfrute de beneficios adicionales."
(Ο premium συνδρομητής απολαμβάνει επιπλέον ωφελήματα.)
Η λέξη "suscriptor" προέρχεται από το λατινικό "subscriptor", που σημαίνει "αυτός που υπογράφει κάτω από" (sub- = κάτω, scribere = γραφή).
Συνώνυμα: - miembro (μέλος) - contribuyente (συνεισφορέας)
Αντώνυμα: - no suscriptor (όχι συνδρομητής) - excluído (αποκλεισμένος)