suscriptor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suscriptor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "suscriptor" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /sus.kɾipˈtoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Βασικά, η λέξη "suscriptor" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εγγραφεί ή συνδράμει σε μια υπηρεσία, συντροφιά ή σημαντικό κανάλι πληροφοριών, συνήθως μέσω μιας πληρωμής ή μιας συμφωνίας για την παρακολούθηση ή τη λήψη περιεχομένου. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών και του νόμου.

Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, στις περισσότερες περιπτώσεις στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ανακοινώσεις ή σε συμβάσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συνομιλίες σχετικά με υπηρεσίες ή παραγγελίες.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "suscriptor" δεν εμφανίζεται συχνά σε περίπλοκες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες κοινές φράσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "suscriptor" προέρχεται από το λατινικό "subscriptor", που σημαίνει "αυτός που υπογράφει κάτω από" (sub- = κάτω, scribere = γραφή).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - miembro (μέλος) - contribuyente (συνεισφορέας)

Αντώνυμα: - no suscriptor (όχι συνδρομητής) - excluído (αποκλεισμένος)



23-07-2024