Το "suscrito" είναι μετοχή του ρήματος "suscribir", που σημαίνει "να εγγραφείς", "να υπογράψεις" ή "να επικυρώσεις".
Φωνητική μεταγραφή: /susˈkɾito/
Η λέξη "suscrito" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που έχει υπογράψει ή εγγραφεί σε κάτι, όπως ένα συμβόλαιο, μια υπηρεσία ή μια συνδρομή. Η χρήση της είναι κοινή σε νομικά και διοικητικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
Το έγγραφο υπογράφηκε από τον υπογεγραμμένο.
Los derechos del suscrito están protegidos por la ley.
Η λέξη "suscrito" δεν έχει ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι μέρος κωδικών ή εκφράσεων που σχετίζονται με νομικές διαδικασίες, όπως:
Δυνάμει του υπογεγραμμένου, οι συμφωνίες είναι δεσμευτικές.
El suscrito manifiesta su consentimiento.
Ο υπογεγραμμένος δηλώνει τη συγκατάθεσή του.
Los términos y condiciones son aceptados por el suscrito.
Η λέξη "suscrito" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "subscribere", που σημαίνει "να υπογράψεις κάτω από" ή "να επικυρώσεις". Είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης των προθέσεων "sub-" (κάτω από) και "scribere" (να γράφεις).
Συνώνυμα: - Firmado (υπογεγραμμένος) - Aceptado (αποδεκτός)
Αντώνυμα: - No suscrito (μη υπογεγραμμένος) - Rechazado (απορριφθείς)