suscrito - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suscrito (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "suscrito" είναι μετοχή του ρήματος "suscribir", που σημαίνει "να εγγραφείς", "να υπογράψεις" ή "να επικυρώσεις".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /susˈkɾito/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση στη Γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "suscrito" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που έχει υπογράψει ή εγγραφεί σε κάτι, όπως ένα συμβόλαιο, μια υπηρεσία ή μια συνδρομή. Η χρήση της είναι κοινή σε νομικά και διοικητικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El documento fue firmado por el suscrito.
  2. Το έγγραφο υπογράφηκε από τον υπογεγραμμένο.

  3. Los derechos del suscrito están protegidos por la ley.

  4. Τα δικαιώματα του υπογεγραμμένου προστατεύονται από το νόμο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "suscrito" δεν έχει ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι μέρος κωδικών ή εκφράσεων που σχετίζονται με νομικές διαδικασίες, όπως:

  1. En virtud de lo que suscrito, los acuerdos son vinculantes.
  2. Δυνάμει του υπογεγραμμένου, οι συμφωνίες είναι δεσμευτικές.

  3. El suscrito manifiesta su consentimiento.

  4. Ο υπογεγραμμένος δηλώνει τη συγκατάθεσή του.

  5. Los términos y condiciones son aceptados por el suscrito.

  6. Οι όροι και οι προϋποθέσεις γίνονται αποδεκτοί από τον υπογεγραμμένο.

Ετυμολογία

Η λέξη "suscrito" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "subscribere", που σημαίνει "να υπογράψεις κάτω από" ή "να επικυρώσεις". Είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης των προθέσεων "sub-" (κάτω από) και "scribere" (να γράφεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Firmado (υπογεγραμμένος) - Aceptado (αποδεκτός)

Αντώνυμα: - No suscrito (μη υπογεγραμμένος) - Rechazado (απορριφθείς)



23-07-2024