Ρήμα
/sus.penˈdeɾ/
Η λέξη "suspender" στα ισπανικά σημαίνει να αναστέλλει, να σταματά ή να ακυρώνει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα, όπου απαιτείται αναβολή ή απομοίωση δραστηριοτήτων ή υποχρεώσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και εμφανίζεται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα και νομικά κείμενα.
El profesor decidió suspender la clase por el mal tiempo.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να αναστείλει το μάθημα λόγω κακών καιρικών συνθηκών.)
Necesitamos suspender la reunión hasta que tengamos más información.
(Πρέπει να αναβάλλουμε τη συνεδρίαση μέχρι να έχουμε περισσότερες πληροφορίες.)
Η λέξη "suspender" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται κυρίως με την εκπαίδευση και τη διοίκηση. Ακολουθούν μερικές ενδεικτικές προτάσεις:
Si no estudias, corres el riesgo de suspender el examen.
(Αν δεν διαβάσεις, διατρέχεις τον κίνδυνο να αποτύχεις στην εξέταση.)
Muchos estudiantes temen suspender el curso.
(Πολλοί μαθητές φοβούνται να αποτύχουν στο μάθημα.)
Es mejor que suspendas esa idea, no tiene futuro.
(Καλύτερα να απορρίψεις αυτή την ιδέα, δεν έχει μέλλον.)
Necesito suspender mis gastos para ahorrar.
(Πρέπει να αναστείλω τα έξοδά μου για να εξοικονομήσω.)
Η λέξη "suspender" προέρχεται από το λατινικό "suspendere", το οποίο σημαίνει "να κρεμάς" ή "να κρατάς κάτι στον αέρα".
Συνώνυμα: - Interrumpir (διακόπτω) - Anular (ακυρώνω)
Αντώνυμα: - Continuar (συνεχίζω) - Proseguir (παρακάτω)