Ο όρος "suspense" (σuspenso) είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική του γραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /susˈpɛns/
Η λέξη "suspense" αναφέρεται σε μια κατάσταση αβεβαιότητας ή αναμονής που προκαλεί αγωνία ή ενδιαφέρον στον αναγνώστη ή θεατή. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας για να περιγράψει την τεχνική που διατηρεί την αγωνία και την προσμονή στην πλοκή ενός έργου.
Η χρήση της λέξης είναι συνήθως υψηλή, ειδικά στη γραπτή γλώσσα, σε λογοτεχνικά έργα ή σε κριτικές ταινιών και βιβλίων, όπου η αναφορά στο "suspense" μπορεί να υποδείξει την ποιότητα της αγωνίας που δημιουργείται.
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο αγωνία και απρόβλεπτες εξελίξεις.
La película logró mantener el suspense hasta el final.
Η λέξη "suspense" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανόφωνο κόσμο. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Ο συγγραφέας ήξερε πώς να διατηρήσει την αγωνία μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο.
Crear suspense
Ο σκηνοθέτης εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει αγωνία στη σκηνή του τελικού.
Cargar de suspense
Η λέξη "suspense" προέρχεται από το λατινικό ρήμα “suspendere”, που σημαίνει “να κρεμάω” ή “να κρατώ”. Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από τη γαλλική γλώσσα και εισήλθε στα ισπανικά ως "suspenso".
expectación (προσμονή)
Αντώνυμα: