Το "suspensivo" είναι επίθετο.
/sus.penˈsi.βo/
Η λέξη "suspensivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που παύει ή αναστέλλει μια διαδικασία ή ένα γεγονός. Συχνά εμφανίζεται στο νομικό πλαίσιο, αναφερόμενη σε καταστάσεις που αυτή η αναστολή επηρεάζει την εφαρμογή ή τη συνέχεια μιας απόφασης ή ενέργειας. Η λέξη είναι σχετικά συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η χρήση της λέξης παρατηρείται κυρίως σε νομικά ή θεσμικά περιβάλλοντα.
Η απόφαση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρι να εξεταστεί η ένσταση.
Se dictó una medida suspensiva en el caso del desalojo.
Δεδομένου ότι η λέξη "suspensivo" χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά συμφραζόμενα, οι ιδιωματικές εκφράσεις δεν είναι πολλές. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις περιέχουν τη λέξη σε διάφορους νομικούς συνδυασμούς:
Η ανασταλτική ρήτρα εμποδίζει την εγκυρότητα της σύμβασης μέχρι να εκπληρωθεί μια προϋπόθεση.
Es importante entender el efecto suspensivo de las apelaciones en el sistema judicial.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον ανασταλτικό χαρακτήρα των εφέσεων στο δικαστικό σύστημα.
Los contratos pueden contener disposiciones suspensivas que afectan su ejecución.
Η λέξη "suspensivo" προέρχεται από το λατινικό "suspensivus", που σημαίνει "κάτι που αναστέλλει".
Συνώνυμα: - ανασταλτικός - αναστέλλων
Αντώνυμα: - εκτελούμενος - άμεσος