suspenso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suspenso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "suspenso" είναι ουσιαστικό και επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "suspenso" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /susˈpenso/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "suspenso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αβεβαιότητας ή αναστολής, όπως για παράδειγμα σε νομικά θέματα ή σε περιπτώσεις σχολικής αξιολόγησης. Χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα και συναντάται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El examen quedó en suspenso hasta que se resuelva el problema.
  2. (Η εξέταση παραμένει σε αναστολή μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα.)

  3. Su situación laboral está en suspenso debido a la crisis.

  4. (Η εργασιακή του κατάσταση είναι σε αναστολή λόγω της κρίσης.)

  5. El juicio fue declarado en suspenso por falta de pruebas.

  6. (Η δίκη κηρύχθηκε σε αναστολή λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "suspenso" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Está en un estado de suspenso.
  2. (Είναι σε κατάσταση αναμονής.)

  3. Quedó en suspenso su propuesta, a la espera de más información.

  4. (Η πρότασή του παραμένει σε αναστολή, αναμένοντας περισσότερες πληροφορίες.)

  5. La decisión sigue en suspenso hasta nueva orden.

  6. (Η απόφαση παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρι νέα εντολή.)

  7. El futuro del proyecto está en suspenso.

  8. (Το μέλλον του έργου είναι σε εκκρεμότητα.)

  9. El contrato está en suspenso por motivos legales.

  10. (Η σύμβαση είναι σε αναδίπλωση για νομικούς λόγους.)

Ετυμολογία

Η λέξη "suspenso" προέρχεται από το λατινικό "suspensus", το οποίο σημαίνει "ανασταλμένος, κρεμασμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024