suspicacia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suspicacia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη suspicacia είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /sus.piˈka.sja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη suspicacia αναφέρεται σε ένα αίσθημα καχυποψίας ή δυσπιστίας απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία κάποιος έχει αμφιβολίες ή υποψίες για τη θετική πρόθεση ή την ειλικρίνεια άλλων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια πιο συχνή χρήση σε γραπτά κείμενα που αφορούν ανάλυση χαρακτήρων ή ψυχολογικές καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La suspicacia de María la llevó a no confiar en nadie.
  2. Η καχυποψία της Μαρίας την οδήγησε να μην εμπιστεύεται κανέναν.

  3. La suspicacia de los ciudadanos hacia el gobierno siguió creciendo.

  4. Η υποψία των πολιτών προς την κυβέρνηση συνέχισε να αυξάνεται.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη suspicacia χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Tener suspicacia de alguien.
  2. Έχω καχυποψία για κάποιον.

  3. La suspicacia no lleva a nada bueno.

  4. Η καχυποψία δεν οδηγεί σε τίποτα καλό.

  5. Despertar suspicacia.

  6. Ξυπνώ υποψίες.

  7. Su suspicacia la hizo dudar de su amigo.

  8. Η καχυποψία της την έκανε να αμφιβάλλει για τον φίλο της.

  9. La suspicacia puede arruinar relaciones.

  10. Η καχυποψία μπορεί να καταστρέψει σχέσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη suspicacia προέρχεται από τη λατινική λέξη "suspicio" που σημαίνει «υποψία» ή «καχυποψία». Το "suspicare" σημαίνει "να κοιτάξεις κάτω από" ή "να βλέπεις με καχυποψία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desconfianza (δυσπιστία) - incertidumbre (αβεβαιότητα)

Αντώνυμα: - confianza (εμπιστοσύνη) - seguridad (ασφάλεια)



23-07-2024