Η λέξη suspicacia είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /sus.piˈka.sja/
Η λέξη suspicacia αναφέρεται σε ένα αίσθημα καχυποψίας ή δυσπιστίας απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία κάποιος έχει αμφιβολίες ή υποψίες για τη θετική πρόθεση ή την ειλικρίνεια άλλων. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια πιο συχνή χρήση σε γραπτά κείμενα που αφορούν ανάλυση χαρακτήρων ή ψυχολογικές καταστάσεις.
Η καχυποψία της Μαρίας την οδήγησε να μην εμπιστεύεται κανέναν.
La suspicacia de los ciudadanos hacia el gobierno siguió creciendo.
Η λέξη suspicacia χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Έχω καχυποψία για κάποιον.
La suspicacia no lleva a nada bueno.
Η καχυποψία δεν οδηγεί σε τίποτα καλό.
Despertar suspicacia.
Ξυπνώ υποψίες.
Su suspicacia la hizo dudar de su amigo.
Η καχυποψία της την έκανε να αμφιβάλλει για τον φίλο της.
La suspicacia puede arruinar relaciones.
Η λέξη suspicacia προέρχεται από τη λατινική λέξη "suspicio" που σημαίνει «υποψία» ή «καχυποψία». Το "suspicare" σημαίνει "να κοιτάξεις κάτω από" ή "να βλέπεις με καχυποψία".
Συνώνυμα: - desconfianza (δυσπιστία) - incertidumbre (αβεβαιότητα)
Αντώνυμα: - confianza (εμπιστοσύνη) - seguridad (ασφάλεια)