Η λέξη "suspicaz" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /sus.piˈkaz/.
Η λέξη "suspicaz" σημαίνει κάποιον που έχει μια αρνητική ή καχύποπτη στάση απέναντι σε άλλους, ιδιαίτερα σκέπτεται ότι οι άλλοι μπορεί να έχουν κακές προθέσεις ή σκοπούς. Χρησιμοποιείται σε γενικές περιστάσεις για να περιγράψει άτομα που δεν εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ή αμφιβάλλουν για τις προθέσεις τους. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και συνήθως σε πιο γραπτές περιγραφές.
Αυτή είναι πολύ καχύποπτη με τους νέους ανθρώπους που γνωρίζει.
Su actitud suspicaz hacia el grupo generó tensiones.
Η επιφυλακτική του στάση απέναντι στην ομάδα δημιούργησε εντάσεις.
Si eres suspicaz, nunca podrás hacer verdaderos amigos.
Η λέξη "suspicaz" δεν σχηματίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την επιφυλακτικότητα και την καχυποψία:
Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις σε καχύποπτη διάθεση.
Tener una mirada suspicaz.
Με κοίταξε με καχύποπτο βλέμμα όταν ήρθα αργά.
Un ambiente suspicaz.
Η λέξη "suspicaz" προέρχεται από το λατινικό "suspiciosus", που σημαίνει "καχυποψία". Σχηματίζεται από το ρήμα "suspicar" (υποψιάζομαι) με το επίθημα "-az" που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα.
Συνώνυμα: - desconfiado (έμπιστος, καχύποπτος) - receloso (καχύποπτος)
Αντώνυμα: - confiado (έμπιστος, ασφαλής) - seguro (σίγουρος)