suspicaz - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suspicaz (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "suspicaz" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /sus.piˈkaz/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "suspicaz" σημαίνει κάποιον που έχει μια αρνητική ή καχύποπτη στάση απέναντι σε άλλους, ιδιαίτερα σκέπτεται ότι οι άλλοι μπορεί να έχουν κακές προθέσεις ή σκοπούς. Χρησιμοποιείται σε γενικές περιστάσεις για να περιγράψει άτομα που δεν εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ή αμφιβάλλουν για τις προθέσεις τους. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και συνήθως σε πιο γραπτές περιγραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella es muy suspicaz con las personas nuevas que conoce.
  2. Αυτή είναι πολύ καχύποπτη με τους νέους ανθρώπους που γνωρίζει.

  3. Su actitud suspicaz hacia el grupo generó tensiones.

  4. Η επιφυλακτική του στάση απέναντι στην ομάδα δημιούργησε εντάσεις.

  5. Si eres suspicaz, nunca podrás hacer verdaderos amigos.

  6. Αν είσαι καχύποπτος, ποτέ δεν θα μπορέσεις να κάνεις πραγματικούς φίλους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "suspicaz" δεν σχηματίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την επιφυλακτικότητα και την καχυποψία:

  1. Estar en un estado suspicaz.
  2. Να βρίσκεσαι σε καχύποπτη διάθεση.
  3. Είναι πολύ δύσκολο trabajar en un estado suspicaz.
  4. Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις σε καχύποπτη διάθεση.

  5. Tener una mirada suspicaz.

  6. Να έχεις καχύποπτο βλέμμα.
  7. Ella me miró con una mirada suspicaz cuando llegué tarde.
  8. Με κοίταξε με καχύποπτο βλέμμα όταν ήρθα αργά.

  9. Un ambiente suspicaz.

  10. Ένα καχύποπτο περιβάλλον.
  11. El ambiente en la reunión era muy suspicaz, nadie confiaba en nadie.
  12. Το περιβάλλον στη συνάντηση ήταν πολύ καχύποπτο, κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν.

Ετυμολογία

Η λέξη "suspicaz" προέρχεται από το λατινικό "suspiciosus", που σημαίνει "καχυποψία". Σχηματίζεται από το ρήμα "suspicar" (υποψιάζομαι) με το επίθημα "-az" που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desconfiado (έμπιστος, καχύποπτος) - receloso (καχύποπτος)

Αντώνυμα: - confiado (έμπιστος, ασφαλής) - seguro (σίγουρος)



23-07-2024