Το "suspirar" είναι ρήμα.
/ sus.piˈɾaɾ /
Η λέξη "suspirar" αναφέρεται στη δράση του να αναστενάζεις, δηλαδή να εκπνέεις αέρα βαθιά και μελωδικά, συχνά ως έκφραση συναισθημάτων όπως η λύπη, η ανακούφιση ή η απογοήτευση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια, λόγω των λογοτεχνικών και ποιητικών αναφορών.
Αυτή αναστενάζει βλέποντας την ομορφιά του τοπίου.
No puedo dejar de suspirar por esa canción.
Δεν μπορώ να σταματήσω να αναστενάζω για αυτό το τραγούδι.
Al final del día, suspiró de alivio.
Στα Ισπανικά, η λέξη "suspirar" όχι μόνο χρησιμοποιείται στην κυριολεκτική της σημασία, αλλά είναι επίσης παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Él suspira por ella desde hace años.
Suspirar de deseo.
Suspendí exámenes y suspiré de deseo por las vacaciones.
No hay nada que suspirar.
Η λέξη "suspirar" προέρχεται από το λατινικό "suspirare", που σημαίνει “να εννοείς” ή “να αναστενάζεις”. Αυτό αντανακλά τη φύση της πράξης του αναστεναγμού, που συνδέεται με την έκφραση εσωτερικών συναισθημάτων.
Συνώνυμα: - Anhelar (να ανυπομονώ) - Lamentar (να λυπάμαι)
Αντώνυμα: - Gozar (να απολαμβάνω) - Alegrarse (να χαίρομαι)