sustancia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /susˈtanθja/
Η λέξη sustancia αναφέρεται σε μια υλική ή άυλη οντότητα που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες. Χρησιμοποιείται στα νομικά για να δηλώσει την ουσία ή την ουσιώδη πλευρά μιας υπόθεσης, στην ιατρική για να αναφερθεί σε οργανικές ή ανόργανες ουσίες με φαρμακολογικές επιδράσεις ή συστατικά σε βιολογικά συστήματα. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε τομές ή μορφές ύλης. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και επιστημονικές ή νομικές αναφορές.
Χρήση: Υποστηρίζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Η χημική ουσία αναλύθηκε στο εργαστήριο.
La sustentación de una teoría requiere de mucha evidencia.
Η λέξη sustancia μπορεί να βρεθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν υπάρχει ουσία στα επιχειρήματά του.
La sustancia de la discusión es más importante que la forma.
Η ουσία της συζήτησης είναι πιο σημαντική από τη μορφή.
Es fundamental entender la sustancia del problema.
Είναι θεμελιώδες να κατανοήσουμε την ουσία του προβλήματος.
Buscamos la sustancia en sus palabras, no solo las formas.
Ψάχνουμε την ουσία στα λόγια του, όχι μόνο τις μορφές.
La sustancia de la ley es lo que realmente importa.
Η λέξη sustancia προέρχεται από τη λατινική λέξη substantia, η οποία αναφέρεται σε κάτι που υπάρχει ή έχει πραγματικότητα (substantia = αυτό που έχει υποστάσεις).
Συνώνυμα: - esencia (ουσία) - materia (ύλη)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - insustancial (ανυπόστατο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης sustancia και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.