Η λέξη sustancial είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /susˈtanθjal/.
Η λέξη sustancial χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει ουσία, λογικό ή σημαντικό χαρακτήρα. Συνήθως применείται σε νομικά, φιλοσοφικά ή γενικά πλαίσια για να υποδηλώσει μια έννοια που δεν είναι επιφανειακή αλλά βαθύτερη και κατηγορική. Η συνήθεια χρήσης της είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El argumento presentado fue sustancial para el caso.
(Το επιχείρημα που παρουσιάστηκε ήταν ουσιαστικό για την υπόθεση.)
Es un cambio sustancial en la política de la empresa.
(Είναι μια ουσιαστική αλλαγή στην πολιτική της εταιρείας.)
Η λέξη sustancial χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
En el debate, se señaló la diferencia sustancial entre ambos enfoques.
(Στη συζήτηση, επισημάνθηκε η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων.)
Aportar evidencias sustanciales
(Να παρέχει ουσιαστικές αποδείξεις)
El abogado necesita aportar evidencias sustanciales al juicio.
(Ο δικηγόρος χρειάζεται να παρέχει ουσιαστικές αποδείξεις στη δίκη.)
Cambio sustancial
(Ουσιαστική αλλαγή)
Η λέξη sustancial προέρχεται από το λατινικό substantialis, με τη ρίζα substantia που σημαίνει "ουσία" ή "πραγματικότητα".
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τις βασικές πτυχές της λέξης sustancial και προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη χρήση και τη σημασία της στα Ισπανικά.