sustantivo: Ουσιαστικό
/sus.tanˈti.βo/
Η λέξη sustantivo αναφέρεται σε μια κατηγορία λέξεων που ονομάζουν πρόσωπα, ζώα, πράγματα και έννοιες. Τα ουσιαστικά είναι θεμελιώδη στοιχεία της γλώσσας, καθώς οι περισσότερες προτάσεις απαιτούν τουλάχιστον ένα ουσιαστικό για να είναι πλήρως κατανοητές. Χρησιμοποιούνται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Η λέξη sustantivo χρησιμοποιείται συχνά στη διδασκαλία της γραμματικής και στον τομέα της γλωσσολογίας.
El sustantivo "mesa" se refiere a un objeto.
(Το ουσιαστικό "τραπέζι" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο.)
En español, los sustantivos pueden ser masculinos o femeninos.
(Στα ισπανικά, τα ουσιαστικά μπορούν να είναι αρσενικά ή θηλυκά.)
Es importante identificar el sustantivo en una oración.
(Είναι σημαντικό να προσδιορίσετε το ουσιαστικό σε μια πρόταση.)
Η λέξη sustantivo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες ιδιωματικές φράσεις, κυρίως σε εκπαιδευτικό πλαίσιο.
"El sustantivo es la base de la oración."
(Το ουσιαστικό είναι η βάση της πρότασης.)
"Sin el sustantivo, la idea no tiene forma."
(Χωρίς το ουσιαστικό, η ιδέα δεν έχει μορφή.)
"Los sustantivos son claves para entender el lenguaje."
(Τα ουσιαστικά είναι κρίσιμα για την κατανόηση της γλώσσας.)
"Hay que ampliar el vocabulario de sustantivos."
(Πρέπει να διευρύνουμε το λεξιλόγιο των ουσιαστικών.)
Η λέξη sustantivo προέρχεται από το λατινικό "substantivus", που σημαίνει "ουσιαστικός" ή "βασικός".
Συνώνυμα: - nombre (όνομα) - término (όρος)
Αντώνυμα: - adjetivo (επίθετο)
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την έννοια και τη χρήση της λέξης sustantivo στη γλώσσα Ισπανικά.