Η λέξη sustentable είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /sus.tenˈta.βle/
Η λέξη sustentable αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να διατηρηθεί ή να υποστηριχθεί χωρίς να εξαντλούνται οι διαθέσιμοι πόροι ή χωρίς να προκληθούν βλάβες στο περιβάλλον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την οικολογία, τη βιωσιμότητα των πόρων και τη μακροχρόνια ευημερία ενός συστήματος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, ιδίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως μελέτες, άρθρα και διατριβές που αναφέρονται στη βιωσιμότητα. Χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πλαίσια που αφορούν περιβαλλοντικές συζητήσεις.
Las prácticas agrícolas deben ser sustentables para proteger el medio ambiente.
(Οι γεωργικές πρακτικές πρέπει να είναι βιώσιμες για να προστατεύσουν το περιβάλλον.)
La energía solar es una fuente de energía sustentable.
(Η ηλιακή ενέργεια είναι μια βιώσιμη πηγή ενέργειας.)
Es fundamental desarrollar ciudades sustentables para las futuras generaciones.
(Είναι θεμελιώδες να αναπτύξουμε βιώσιμες πόλεις για τις μελλοντικές γενιές.)
Η λέξη sustentable χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τη βιωσιμότητα και το περιβάλλον:
Desarrollo sustentable
(Βιώσιμη ανάπτυξη)
El desarrollo sustentable es clave para el futuro del planeta.
(Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι κλειδί για το μέλλον του πλανήτη.)
Prácticas sustentables
(Βιώσιμες πρακτικές)
Las prácticas sustentables son esenciales para conservar los recursos naturales.
(Οι βιώσιμες πρακτικές είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των φυσικών πόρων.)
Sociedad sustentable
(Βιώσιμη κοινωνία)
Construir una sociedad sustentable requiere la participación de todos.
(Η οικοδόμηση μιας βιώσιμης κοινωνίας απαιτεί τη συμμετοχή όλων.)
Agricultura sustentable
(Βιώσιμη γεωργία)
La agricultura sustentable ayuda a preservar el suelo y el agua.
(Η βιώσιμη γεωργία βοηθά στη διατήρηση του εδάφους και του νερού.)
Η λέξη sustentable προέρχεται από το ρήμα sustentar, που σημαίνει "να υποστηρίζω" ή "να συντηρώ", συν το επίθημα -able, που υποδεικνύει ικανότητα ή δυνατότητα.
Συνώνυμα: - sostenible - viable
Αντώνυμα: - insostenible (μη βιώσιμος) - destructivo (καταστροφικός)