Το "sustentar" είναι ρήμα.
/sus.tenˈtaɾ/
Η λέξη "sustentar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει την πράξη να στηριχτεί ή να υποστηριχθεί κάτι ή κάποιον, είτε φυσικά είτε ηθικά. Η λέξη έχει ευρεία χρήση σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών (όπου μπορεί να αναφέρεται στη στήριξη ενός οικονομικού συστήματος ή επιχείρησης) και του δικαίου (όπου μπορεί να αναφέρεται στην υποστήριξη μιας νομικής θέσης). Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό.
Η επιχείρηση χρειάζεται να στηρίξει την ανάπτυξή της με επενδύσεις.
Es importante sustentar los derechos humanos en la legislación.
Είναι σημαντικό να υποστηριχθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη νομοθεσία.
Los agricultores deben sustentar la producción de alimentos.
Η λέξη "sustentar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που μεταφέρουν την σημασία της υποστήριξης ή στήριξης σε διάφορα συμφραζόμενα:
Χρειάζεται να παραθέσω αποδείξεις για να στηρίξω τη θεωρία μου.
Sustentar una posición
Είναι δύσκολο να υποστηρίξω αυτή τη θέση χωρίς δεδομένα.
Sustentar una relación
Για να στηρίξω αυτή τη σχέση, πρέπει να δείξουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο.
Sustentar una argumentación
Η λέξη "sustentar" προέρχεται από το λατινικό "sustinere", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "sub-" που σημαίνει "κάτω" και το "tenere" που σημαίνει "κρατώ".
Mantener (διατηρώ)
Αντώνυμα: