Η λέξη "sustento" προέρχεται από το ρήμα "sostener", που σημαίνει "υποστηρίζω" ή "συντηρώ". Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στην υποστήριξη ή την συντήρηση, είτε σε οικονομικό είτε σε φυσικό επίπεδο.Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε οικονομικές και νομικές συζητήσεις.
La familia necesita un sustento para sobrevivir.
(Η οικογένεια χρειάζεται στήριξη για να επιβιώσει.)
El sustento de la teoría se basa en hechos comprobables.
(Η υποστήριξη της θεωρίας βασίζεται σε επαληθεύσιμα γεγονότα.)
Η λέξη "sustento" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, δείχνοντας τη σημασία της στην καθημερινή ζωή αλλά και στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο.
Buscar sustento
(Να ψάξω για στήριξη)
El joven salió a buscar sustento para su familia.
(Ο νεαρός βγήκε να ψάξει για στήριξη για την οικογένειά του.)
Sustento moral
(Ηθική στήριξη)
Ella le dio un sustento moral a su amigo en tiempos difíciles.
(Αυτή έδωσε ηθική στήριξη στον φίλο της σε δύσκολες εποχές.)
Sustento económico
(Οικονομική υποστήριξη)
El gobierno proporcionó sustento económico a las empresas afectadas.
(Η κυβέρνηση παρείχε οικονομική υποστήριξη στις πληγείσες επιχειρήσεις.)
Sustento familiar
(Οικογενειακή στήριξη)
El trabajo es el sustento familiar de muchos hogares.
(Η εργασία είναι η οικογενειακή στήριξη πολλών νοικοκυριών.)
Sustento físico
(Φυσική στήριξη)
Necesitamos un sustento físico adecuado para realizar esta tarea.
(Χρειαζόμαστε κατάλληλη φυσική στήριξη για να εκτελέσουμε αυτό το έργο.)
Η λέξη "sustento" προκύπτει από την λατινική λέξη "sustinere", που σημαίνει "υποστηρίζω".
mantenimiento (συντήρηση)
Ανώνυμα: