Το "sustituir" είναι ρήμα που σημαίνει "αντικαθιστώ".
Η φωνητική μεταγραφή του "sustituir" είναι [sus.ti.tuˈiɾ].
Στα Ισπανικά, το "sustituir" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια του να αντικαθιστάς κάτι με κάτι άλλο. Συνήθως χρησιμοποιείται και στους τομείς της οικονομίας και του νόμου. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El director decidió sustituir al gerente por un nuevo empleado.
(Ο διευθυντής αποφάσισε να αντικαταστήσει τον διευθυντή με έναν νέο υπάλληλο.)
Es importante sustituir los productos dañados en el inventario.
(Είναι σημαντικό να αντικαταστήσουμε τα κατεστραμμένα προϊόντα στο απόθεμα.)
No puedes sustituir la experiencia con teoría.
(Δεν μπορείς να αντικαταστήσεις την εμπειρία με θεωρία.)
Το "sustituir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Decidí sustituir mi viejo coche por uno más eficiente.
(Αποφάσισα να αντικαταστήσω το παλιό μου αυτοκίνητο με ένα πιο αποδοτικό.)
Sustituir un mal hábito por uno bueno.
(Αντικαθιστώ μια κακή συνήθεια με μια καλή.)
Es hora de sustituir el hábito de fumar por el de hacer ejercicio.
(Ήρθε η ώρα να αντικαταστήσω τη συνήθεια του καπνίσματος με τη συνήθεια της άσκησης.)
No hay que sustituir la calidad por la cantidad.
(Δεν πρέπει να αντικαταστήσουμε την ποιότητα με την ποσότητα.)
Η λέξη "sustituir" προέρχεται από το λατινικό "substituere", που σημαίνει "αντικαθιστώ" ή "τοποθετώ κάτω από".
Συνώνυμα: - reemplazar (αντικαθιστώ) - suplantar (υποκαθιστώ)
Αντώνυμα: - mantener (διατηρώ) - conservar (διατηρώ)