sustituir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sustituir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "sustituir" είναι ρήμα που σημαίνει "αντικαθιστώ".

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "sustituir" είναι [sus.ti.tuˈiɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, το "sustituir" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια του να αντικαθιστάς κάτι με κάτι άλλο. Συνήθως χρησιμοποιείται και στους τομείς της οικονομίας και του νόμου. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. El director decidió sustituir al gerente por un nuevo empleado.
    (Ο διευθυντής αποφάσισε να αντικαταστήσει τον διευθυντή με έναν νέο υπάλληλο.)

  2. Es importante sustituir los productos dañados en el inventario.
    (Είναι σημαντικό να αντικαταστήσουμε τα κατεστραμμένα προϊόντα στο απόθεμα.)

  3. No puedes sustituir la experiencia con teoría.
    (Δεν μπορείς να αντικαταστήσεις την εμπειρία με θεωρία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "sustituir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sustituir algo por algo mejor.
    (Αντικαθιστώ κάτι με κάτι καλύτερο.)
  2. Decidí sustituir mi viejo coche por uno más eficiente.
    (Αποφάσισα να αντικαταστήσω το παλιό μου αυτοκίνητο με ένα πιο αποδοτικό.)

  3. Sustituir un mal hábito por uno bueno.
    (Αντικαθιστώ μια κακή συνήθεια με μια καλή.)

  4. Es hora de sustituir el hábito de fumar por el de hacer ejercicio.
    (Ήρθε η ώρα να αντικαταστήσω τη συνήθεια του καπνίσματος με τη συνήθεια της άσκησης.)

  5. No hay que sustituir la calidad por la cantidad.
    (Δεν πρέπει να αντικαταστήσουμε την ποιότητα με την ποσότητα.)

  6. En el trabajo, no debemos sustituir la calidad por la cantidad.
    (Στη δουλειά, δεν πρέπει να αντικαταστήσουμε την ποιότητα με την ποσότητα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "sustituir" προέρχεται από το λατινικό "substituere", που σημαίνει "αντικαθιστώ" ή "τοποθετώ κάτω από".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - reemplazar (αντικαθιστώ) - suplantar (υποκαθιστώ)

Αντώνυμα: - mantener (διατηρώ) - conservar (διατηρώ)



22-07-2024