Η λέξη "sustituto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [sus.tiˈtu.to]
Η λέξη "sustituto" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που χρησιμοποιείται ως εναλλακτική επιλογή ή αντικατάσταση για κάποιον άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και γραφειοκρατικά πλαίσια, καθώς και σε καθημερινές καταστάσεις όπου χρειάζεται αντικατάσταση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, καθώς αναφέρεται σε κοινές καθημερινές καταστάσεις.
Ο καθηγητής διόρισε έναν αναπληρωτή για το μάθημα σήμερα.
No tengo un sustituto para este ingrediente en la receta.
Η λέξη "sustituto" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Δεν υπάρχει υποκατάστατο για την αληθινή αγάπη.
El tiempo es un buen sustituto para la tristeza.
Ο χρόνος είναι μια καλή αντικατάσταση για τη θλίψη.
El nuevo modelo del coche es un sustituto perfecto para el anterior.
Η λέξη "sustituto" προέρχεται από το λατινικό "substitutum", που σημαίνει "τοποθετημένο κάτω από" ή "αντικατάσταση".
Συνώνυμα: - remplazo (αντικατάσταση) - alternativo (εναλλακτικό)
Αντώνυμα: - original (αρχικό) - auténtico (αυθεντικό)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "sustituto" στην ισπανική γλώσσα.