Η λέξη "susto" είναι ουσιαστικό.
/sus.tó/
Η λέξη "susto" αναφέρεται σε μια κατάσταση έντονου φόβου ή τρόμου, συχνά μετά από ένα ξαφνικό γεγονός ή μία αναπάντεχη εμπειρία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια ψυχολογική αντίδραση στην έκθεση σε κάτι τρομακτικό ή ξαφνικό. Οι λέξεις και οι εκφράσεις που περιλαμβάνουν "susto" είναι αρκετά συχνές στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι διηγούνται ιστορίες ή βιώματα.
(Είχα έναν πολύ μεγάλο φόβο όταν είδα αυτή την ταινία τρόμου.)
El susto de quedarse atrapado en el ascensor fue muy fuerte.
(Ο φόβος να μείνω παγιδευμένος στον ανελκυστήρα ήταν πολύ έντονος.)
Después del susto, decidí no ver más películas de terror.
Η λέξη "susto" βρίσκεται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Ο σκύλος με τρόμαξε όταν γάβγισε ξαφνικά.)
"tener un susto"
(Είχαν έναν φόβο όταν είδαν το ατύχημα στον δρόμο.)
"susto de muerte"
Η λέξη "susto" προέρχεται από το λατινικό "suspīrĭum", το οποίο σημαίνει αισθαντική αντίδραση ή αναστεναγμός. Η χρήση της έχει επεκταθεί σε πολλές ισπανόφωνες κουλτούρες και διατηρεί τη σημασία του φόβου ή της έκπληξης.
Συνώνυμα: - pavor (φόβος) - temor (άγχος)
Αντώνυμα: - calma (ηρεμία) - tranquilidad (ησυχία)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "susto" και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα, ειδικά στον Περουβιανό πολιτισμό.