sustraer είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [susˈtɾa.eɾ]
Η λέξη sustraer σημαίνει "να αφαιρέσω" ή "να βγάλω". Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά, αλλά και σε νομικά και καθημερινά συμφραζόμενα, όπου κάποιος αφαιρεί ή εξαιρεί κάτι από ένα σύνολο. Στη γλώσσα των μαθηματικών, αναφέρεται στην πράξη της αφαίρεσης ενός αριθμού από έναν άλλο.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο λόγω της χρήσης της σε μαθηματικές και νομικές κείμενα.
"Es importante sustraer las cifras incorrectas de la suma."
"Είναι σημαντικό να αφαιρέσουμε τους λάθος αριθμούς από το άθροισμα."
"En un contrato, puedes sustraer ciertas cláusulas si no son necesarias."
"Σε μια σύμβαση, μπορείς να αφαιρέσεις ορισμένες ρήτρες αν δεν είναι απαραίτητες."
Η λέξη sustraer μπορεί να συμμετέχει σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που αφορούν την αφαίρεση ή την εξάλειψη.
"Sustraer algo del contexto."
"Να αφαιρέσουμε κάτι από το πλαίσιο."
"Sustraer a alguien de un grupo."
"Να αφαιρέσουμε κάποιον από μια ομάδα."
"No se puede sustraer la verdad."
"Δεν μπορείς να αφαιρέσεις την αλήθεια."
Η λέξη sustraer προέρχεται από τη λατινική λέξη "subtrahere", η οποία είναι σύνθεση του "sub-" (κάτω) και "trahere" (τραβώ).
Η λέξη sustraer είναι πολύ χρήσιμη και ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλούς τομείς και καταστάσεις, από τα μαθηματικά μέχρι τη νομική γλώσσα.