Το "sustraerse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /sus̺tɾaˈeɾse/
Η λέξη "sustraerse" σημαίνει την πράξη της αποφυγής ή της απόσυρσης από μια κατάσταση, ευθύνη ή υποχρέωση. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή κοινωνικά πλαίσια όταν κάποιος αποφεύγει να συμπεριληφθεί ή να συμμετάσχει σε κάτι. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Los acusados intentaron sustraerse a la justicia.
Οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να αποσυρθούν από τη δικαιοσύνη.
Es importante no sustraerse de las responsabilidades familiares.
Είναι σημαντικό να μην αποφεύγεις τις οικογενειακές ευθύνες.
Algunas personas intentan sustraerse del pago de impuestos.
Ορισμένοι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν την πληρωμή των φόρων.
Η λέξη "sustraerse" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές και κοινωνικές συζητήσεις. Δεύτερες εκφράσεις μπορούν να περιλαμβάνουν:
No se puede sustraerse a las consecuencias de sus acciones.
Δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεών του.
Sustraerse a la crítica es imposible en un mundo tan conectado.
Η αποφυγή της κριτικής είναι αδύνατη σε έναν τόσο συνδεδεμένο κόσμο.
Siempre hay personas que intentan sustraerse al juego.
Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να αποσπαστούν από το παιχνίδι.
Sustraerse del debate no resolverá el problema.
Η αποφυγή της συζήτησης δεν θα λύσει το πρόβλημα.
Η λέξη "sustraerse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "substrahere", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "sub-" (κάτω, κάτω από) και το ρήμα "strahere" (τραβώ, στρώνω).
Συνώνυμα: - Evadir (αποφεύγω) - Retirarse (συμπαρασύρομαι) - Apartarse (απομακρύνομαι)
Αντώνυμα: - Involucrarse (συμπεριλαμβάνομαι) - Aceptar (αποδέχομαι) - Comprometerse (δεσμεύομαι)