'Susurro' είναι ουσιαστικό.
/suˈsuɾo/
Η λέξη "susurro" αναφέρεται σε έναν ήχο ή μια ομιλία που είναι ήσυχη και δεν ακούγεται καθαρά, συνήθως με τον τρόπο ενός ψιθύρου ή μουρμουρίσματος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μυστικά ή τρυφερές συνομιλίες που διαπράττονται σε χαμηλή φωνή. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, και κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε λογοτεχνικά κείμενα.
En la biblioteca, oí un susurro entre dos estudiantes.
Στη βιβλιοθήκη, άκουσα έναν ψίθυρο ανάμεσα σε δύο φοιτητές.
El susurro del viento me relajaba mientras caminaba por el bosque.
Ο ψίθυρος του ανέμου με χαλάρωσε ενώ περπατούσα στο δάσος.
Su susurro era tan suave que apenas lo escuché.
Ο ψίθυρός του ήταν τόσο ήπιος που τον άκουσα μόλις.
Η λέξη "susurro" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Se dice que los susurros del pasado pueden influir en nuestras decisiones.
Λέγεται ότι οι ψίθυροι του παρελθόντος μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας.
Los susurros amorosos llenaban la habitación durante la cena romántica.
Οι ερωτικοί ψίθυροι γέμιζαν το δωμάτιο κατά τη διάρκεια του ρομαντικού δείπνου.
Los susurros de la naturaleza pueden ser muy reconfortantes para el alma.
Οι ψίθυροι της φύσης μπορεί να είναι πολύ ανακουφιστικοί για την ψυχή.
Η λέξη "susurro" προέρχεται από το λατινικό "susurrus", που σημαίνει ψίθυρος ή μουρμούρισμα.
Συνώνυμα: - Murmullo (μουρμούρισμα) - Susurro (ψίθυρος)
Αντώνυμα: - Grito (κραυγή) - Vociferación (φωνητική κραυγή)