Η λέξη "tabalear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να χτυπάει ή να κτυπάει ρυθμικά, όπως σε μουσικά όργανα, συνήθως τύμπανα. Αν και δεν είναι πολύ κοινή στη γραπτή γλώσσα, παρουσιάζεται συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε μουσικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα.
"El músico comenzó a tabalear en el escenario."
(Ο μουσικός άρχισε να ταμπαλέει στη σκηνή.)
"Me gusta tabalear con mis amigos cuando vamos a conciertos."
(Μου αρέσει να ταμπαλέω με τους φίλους μου όταν πηγαίνουμε σε συναυλίες.)
Η λέξη "tabalear" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε παραδείγματα που συνδυάζουν τη λέξη με άλλες έννοιες σχετικές με τη μουσική ή τη ρυθμική κίνηση:
"Cuando se siente la música, todos comienzan a tabalear."
(Όταν νιώθουμε τη μουσική, όλοι αρχίζουν να ταμπαλέουν.)
"En la fiesta, el ambiente era tan bueno que todos estaban tabaleando al ritmo."
(Στο πάρτι, η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καλή που όλοι ταμπαλέυαν στον ρυθμό.)
"Aprendí a tabalear mientras tocaba el tambor en la banda escolar."
(Έμαθα να ταμπαλέω ενώ έπαιζα τύμπανο στην σχολική μπάντα.)
Η λέξη "tabalear" προέρχεται από τη ρίζα "taba", που σχετίζεται με τα τύμπανα ("tambores") και τη ρυθμική κίνηση που σχετίζεται με την παιγνιώδη και μουσική εκτέλεση.
Percutir (κτυπώ)
Αντώνυμα: