Η λέξη "tabla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtabla/
Η λέξη "tabla" αναφέρεται συνήθως σε έναν επίπεδο, λεπτό και επίπεδο αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκοπούς όπως: πίνακες (όπως αυτοί που χρησιμοποιούνται στη ζωγραφική ή τη γραφή), τραπέζια ή πίνακες με δεδομένα. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα, που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η ξύλινη πινακίδα είναι πολύ ανθεκτική.
En la clase de matemáticas, necesitamos una tabla para resolver problemas.
Στην τάξη των μαθηματικών, χρειαζόμαστε μία πίνακα για να λύσουμε προβλήματα.
El artista pintó en una gran tabla.
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε τη φόρμα μας για να είμαστε "στην επιτυχία" της ζωής).
Encontrar la tabla.
(Αποφάσισα να βρω τη "πίνακα" της επιτυχίας μου και να δουλέψω σκληρά).
Jugar en la tabla.
(Μερικές φορές, είναι επικίνδυνο να "παίζεις στην πίνακα" των επενδύσεων).
No todo es color de rosa en la tabla.
Η λέξη "tabla" προέρχεται από το λατινικό "tabula", που σημαίνει πίνακας ή πινακίδα.
Συνώνυμα: - tabla (πίνακας, τραπέζι) - plancha (πλάκα) - panel (πάνελ)
Αντώνυμα: - desviación (παρέκκλιση) - desorden (αταξία)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "tabla" στον τομέα των Ισπανικών, καλύπτοντας το νόημα, τη χρήση, τις ιδιωματικές εκφράσεις, και την ετυμολογία της.