Η λέξη "tablaje" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "tablaje" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /taˈβla.xe/
Η λέξη "tablaje" αναφέρεται γενικά στην πράξη ή το αποτέλεσμα της τοποθέτησης ή της κατασκευής πινάκων ή πίνακων σε διάφορα περιβάλλοντα, συχνά στον τομέα της ξυλουργικής ή των κατασκευών. Επίσης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία δημιουργίας ή εγκατάστασης πίνακων, όπως εκείνων που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση ή την παρουσίαση πληροφοριών.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά μέτρια, και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή επαγγελματικά πλαίσια.
"El tablaje de la madera es fundamental en la construcción de muebles."
Μετάφραση: "Η ταμπλάρισμα του ξύλου είναι θεμελιώδες στην κατασκευή επίπλων."
"El tablaje en la escuela ayuda a los estudiantes a aprender mejor."
Μετάφραση: "Η ταμπλάριση στην σχολείο βοηθά τους μαθητές να μαθαίνουν καλύτερα."
"Había un tablaje que mostraba los horarios de los trenes."
Μετάφραση: "Υπήρχε ένας πίνακας που έδειχνε τα ωράρια των τρένων."
Η λέξη "tablaje" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέρος της τεχνικής ορολογίας. Παρακάτω παρατίθενται μερικές προτάσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν τη λέξη:
"El tablaje del diseño arquitectónico es crucial para el éxito del proyecto."
Μετάφραση: "Η ταμπλάρισμα του αρχιτεκτονικού σχεδίου είναι κρίσιμη για την επιτυχία του έργου."
"En carpintería, el tablaje preciso garantiza la calidad del producto final."
Μετάφραση: "Στην ξυλουργική, η ακριβής ταμπλάριση εγγυάται την ποιότητα του τελικού προϊόντος."
"El tablaje de la información en gráficos ayuda a la comprensión."
Μετάφραση: "Η ταμπλάριση της πληροφορίας σε γραφήματα βοηθά στην κατανόηση."
Η λέξη "tablaje" προέρχεται από το ουσιαστικό "tabla", που σημαίνει "πίνακας" ή "ταμπλό", συνδεδεμένο με την κατάληξη "-aje", η οποία υποδηλώνει δράση ή αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - πίνακας (tabla) - πινάκιο (plancha)
Αντώνυμα: - αταξία (desorden) - αποσύνθεση (descomposición)