Η λέξη "tacha" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ˈtaxa/
Η λέξη "tacha" μπορεί να μεταφραστεί ως: - "σημείωση" - "διαγραφή" - "απόρριψη"
Η λέξη "tacha" αναφέρεται σε μια σημείωση ή αποδοχή ότι κάτι έχει απορριφθεί ή έχει διαγραφεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα, καθώς και σε διαδικασίες ελέγχου και αξιολόγησης. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε γραπτό λόγο όπως έγγραφα ή σχολικές εργασίες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτές αναφορές και έγγραφα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορική συζήτηση, κυρίως όταν αναφέρεται σε διαγραφές ή αρνητικές αξιολογήσεις.
"Ο καθηγητής έβαλε μια διαγραφή στο διαγώνισμά μου."
"No deberías hacer una tacha sin justificación."
Η λέξη "tacha" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Να χαρακτηρίσεις κάποιον ψεύτη."
"No se puede tachar un error sin antes analizarlo."
"Δεν μπορείς να διαγράψεις ένα λάθος χωρίς πρώτα να το αναλύσεις."
"Me tacharon de imprudente por mi comentario."
"Με χαρακτήρισαν απερίσκεπτο λόγω του σχολίου μου."
"Tras la evaluación, se tacha lo que no se ajusta."
"Μετά την αξιολόγηση, διαγράφεται ό,τι δεν ταιριάζει."
"Es fácil tachar a alguien sin conocer su historia."
Η λέξη "tacha" προέρχεται από το ρήμα "tachar", που σημαίνει "να διαγράψει" ή "να σημειώσει", και έχει ρίζες στα λατινικά.