Η λέξη "tacita" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tacita" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /taˈsi.ta/.
Η μετάφραση της λέξης "tacita" στα ελληνικά είναι "σιωπηλή" ή "υπονοούμενη".
Η λέξη "tacita" προέρχεται από το ουσιαστικό "tacito", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "μη εκφρασμένος ρητώς". Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται ή υπάρχει χωρίς να εκφράζεται ή να αναφέρεται φανερά, συχνά σε νομικά ή κοινωνικά πλαίσια. Η χρήση της είναι καλή και στα δύο περιβάλλοντα, προφορικού και γραπτού λόγου, αν και μπορεί να προσέγγισουν το γραπτό λόγο πιο συχνά.
Es un acuerdo tácita entre los socios.
(Είναι μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των εταίρων.)
La pregunta fue respondida de manera tácita por su actitud.
(Η ερώτηση απαντήθηκε σιωπηλά από τη στάση του.)
Η λέξη "tacita" εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη γλώσσα των Ισπανών:
"La confianza tácita" - Σημαίνει σιωπηλή εμπιστοσύνη.
(Η σιωπηλή εμπιστοσύνη είναι θεμέλιος λίθος στη σχέση τους.)
"Acuerdo tácito" - Σημαίνει σιωπηρή συμφωνία.
(Υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία στην ομάδα.)
"Compromiso tácito" - Σημαίνει σιωπηρή δέσμευση.
(Αυτή η δέσμευση είναι σιωπηλή αλλά ισχυρή.)
"Consentimiento tácito" - Σημαίνει σιωπηρή συναίνεση.
(Οι συμμετέχοντες έδωσαν σιωπηρή συναίνεση στον σχεδιασμό.)
"Norma tácita" - Σημαίνει σιωπηρός κανόνας.
(Υπάρχει μια σιωπηρή κανόνας στη συμπεριφορά τους.)
Η λέξη "tacita" προέρχεται από το λατινικό "tacitus", που σημαίνει "σιωπηλός", "σιωπηρός" ή "κρυφός".
Συνώνυμα:
- Silenciosa (σιωπηλή)
- Implicita (υπονοούμενη)
Αντώνυμα:
- Explicita (ρητή)
- Sonora (ηχηρή)