taciturno είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /tasiˈtuɾno/
Η λέξη taciturno χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σιωπηλός, ο οποίος δεν μιλάει πολύ, είτε επειδή είναι ντροπαλός είτε γιατί απλά προτιμά τη σιωπή. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, μπορεί όμως να παρατηρείται λίγο περισσότερο σε επίσημα ή λογοτεχνικά πλαίσια, λόγω της πιο εκλεπτυσμένης φύσης της.
Παραδείγματικές προτάσεις:
- Él es una persona muy taciturna y prefiero escucharlo en lugar de hablar.
(Αυτός είναι ένα πολύ σιωπηλός άνθρωπος και προτιμώ να τον ακούω παρά να μιλάω.)
Η λέξη taciturno δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποια περιβάλλοντα για να περιγράψει τις καταστάσεις ή τις διαθέσεις κάποιου.
Παραδείγματικές Προτάσεις με Ιδιωματικές Εκφράσεις:
- A menudo, él se queda taciturno en las fiestas, como si no quisiera pertenecer al grupo.
(Συχνά, αυτός μένει σιωπηλός σε πάρτι, σαν να μην θέλει να ανήκει στην ομάδα.)
En momentos de estrés, se vuelve taciturno y prefiere estar solo.
(Σε στιγμές άγχους, γίνεται σιωπηλός και προτιμά να είναι μόνος.)
Su taciturno comportamiento en el trabajo ha generado rumores entre los compañeros.
(Η σιωπηλή συμπεριφορά του στη δουλειά έχει προκαλέσει φήμες μεταξύ των συναδέλφων.)
Η λέξη taciturno προέρχεται από το λατινικό "tacitus", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "σωπαίνω".
Συνώνυμα: - callado (σιωπηλός) - reservado (κλειστός)
Αντώνυμα: - hablador (φωνητικός) - comunicativo (συνομιλητικός)