Το "tacto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtak.to/
Η λέξη "tacto" στα Ισπανικά αναφέρεται στην αίσθηση που αποκτάται μέσω της επαφής με τα αντικείμενα ή τις επιφάνειες. Είναι μία από τις πέντε βασικές αισθήσεις, μαζί με την όραση, την ακοή, τη γεύση και την οσμή. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ικανότητα αντίληψης και ανίχνευσης μέσω της αφής.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "tacto" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό και προφορικό περιβάλλον, ειδικά σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ιατρική και την ψυχολογία. Στον ιατρικό τομέα, η αίσθηση του "tacto" ερμηνεύεται ως σημαντικός δείκτης για την αξιολόγηση της νευρολογικής λειτουργίας.
La sensación de tacto es fundamental para la interacción humana.
(Η αίσθηση της αφής είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση.)
El médico evaluó el tacto del paciente para verificar su estado neurológico.
(Ο γιατρός αξιολόγησε την αίσθηση της αφής του ασθενούς για να ελέγξει την νευρολογική του κατάσταση.)
A través del tacto, podemos percibir texturas y temperaturas.
(Μέσα από την αίσθηση της αφής, μπορούμε να αντιληφθούμε υφές και θερμοκρασίες.)
Σημασία: Έχει καλό διπλωματικό ή κοινωνικό προσανατολισμό.
Perder el tacto.
(Χάνω την αίσθηση.)
Σημασία: Χάνω την ικανότητα να κατανοήσω ή να διαχειριστώ καταστάσεις ομαλά.
Tacto fino.
(Λεπτή αίσθηση.)
Σημασία: Σημαίνει ότι κάποιος έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει λεπτές διαφορές ή να χειρίζεται τις καταστάσεις με προσοχή.
Con tacto.
(Με ευαισθησία.)
Η λέξη "tacto" προέρχεται από το Λατινικό "tactus", που σημαίνει "άγγιγμα" ή "επαφή".
Συνώνυμα:
- Sensación (αίσθηση)
- Contacto (επαφή)
Αντώνυμα:
- Inmóvil (ακίνητος)
- Desconexión (αποσύνδεση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "tacto" στη γλώσσα Ισπανικά, καλύπτοντας διάφορους τομείς και πτυχές της χρήσης της.