Το "tajante" είναι επιρρήμα και χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [taˈxan.te]
Η λέξη "tajante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απόλυτο ή κατηγορηματικό, συχνά σε σχέση με αποφάσεις ή δηλώσεις. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κατηγορηματικές δηλώσεις ή αποφάσεις που δεν έχουν αμφισβήτηση. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο, προφορικά και γραπτά κείμενα, αν και πιο συχνά συναντάται στο γραπτό λόγο.
Η απάντησή του ήταν κατηγορηματική και δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας.
El juez tomó una decisión tajante sobre el caso.
Ο δικαστής πήρε μια απόφαση αμετάκλητη για την υπόθεση.
Necesitamos una postura tajante sobre este asunto.
Η λέξη "tajante" χρησιμοποιείται όντως σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:
Έχω μια κατηγορηματική απάντηση.
Ser tajante en su opinión.
Είναι κατηγορηματικός στη γνώμη του.
Decidir de manera tajante.
Αποφασίζω με αμετάκλητο τρόπο.
Hacer un comentario tajante.
Κάνω μια κατηγορηματική παρατήρηση.
Exponer argumentos tajantes.
Η λέξη "tajante" προέρχεται από το ρήμα "tajear", που σημαίνει "κόβω" ή "αποφασίζω", και αποτυπώνει την έννοια της καθαρότητας και του διαχωρισμού.
Συνώνυμα: - categórico - decisivo - concluyente
Αντώνυμα: - dudoso - incierto - ambiguo