tajante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tajante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "tajante" είναι επιρρήμα και χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [taˈxan.te]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "tajante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απόλυτο ή κατηγορηματικό, συχνά σε σχέση με αποφάσεις ή δηλώσεις. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε κατηγορηματικές δηλώσεις ή αποφάσεις που δεν έχουν αμφισβήτηση. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο, προφορικά και γραπτά κείμενα, αν και πιο συχνά συναντάται στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su respuesta fue tajante y no dejó lugar a dudas.
  2. Η απάντησή του ήταν κατηγορηματική και δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας.

  3. El juez tomó una decisión tajante sobre el caso.

  4. Ο δικαστής πήρε μια απόφαση αμετάκλητη για την υπόθεση.

  5. Necesitamos una postura tajante sobre este asunto.

  6. Χρειαζόμαστε μια καταφατική στάση σχετικά με αυτό το θέμα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tajante" χρησιμοποιείται όντως σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:

  1. Tener una respuesta tajante.
  2. Έχω μια κατηγορηματική απάντηση.

  3. Ser tajante en su opinión.

  4. Είναι κατηγορηματικός στη γνώμη του.

  5. Decidir de manera tajante.

  6. Αποφασίζω με αμετάκλητο τρόπο.

  7. Hacer un comentario tajante.

  8. Κάνω μια κατηγορηματική παρατήρηση.

  9. Exponer argumentos tajantes.

  10. Παρουσιάζω κατηγορηματικά επιχειρήματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "tajante" προέρχεται από το ρήμα "tajear", που σημαίνει "κόβω" ή "αποφασίζω", και αποτυπώνει την έννοια της καθαρότητας και του διαχωρισμού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - categórico - decisivo - concluyente

Αντώνυμα: - dudoso - incierto - ambiguo



22-07-2024