Η λέξη "tal" είναι επίρρημα και χρησιμοποιείται επίσης ως δείκτης/επίθετο.
/phɾ̞aˈmen̪to/
Η λέξη "tal" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δείξει ή να αναφερθεί σε κάτι συγκεκριμένο, όπως σε μια απευθείας αναφορά ή περιγραφή. Συχνά χρησιμοποιείται και σε νομικά κείμενα και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και στην προφορική γλώσσα. Η χρήση της εξαρτάται συχνά από το συμφραζόμενο.
Δεν ξέρω αν τέτοιο άτομο είναι αξιόπιστο.
En tal situación, debemos actuar con prudencia.
Σε τέτοια κατάσταση, πρέπει να δράσουμε με προσοχή.
He escuchado que tal libro es muy interesante.
Η λέξη "tal" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Ellos son tal para cual." (Αυτοί είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο.)
Tal como es.
"Debemos aceptarlo tal como es." (Πρέπει να τον αποδεχτούμε όπως είναι.)
Más tal que.
"Es más tal que yo." (Είναι πιο έτσι από μένα.)
Tal y como.
Η λέξη "tal" προέρχεται από το λατινικό "talis", το οποίο σημαίνει "τέτοιος" ή "αυτού του είδους". Στην πορεία της ιστορίας, υιοθετήθηκε από πολλές ρομανικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των Ισπανικών.
Συνώνυμα: - semejante (παρόμοιος) - similar (παρόμοιος)
Αντώνυμα: - diferente (διαφορετικός) - otro (άλλος)