Η λέξη "talante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "talante" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /taˈlante/.
Η λέξη "talante" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ταλέντο - ικανότητα - προδιάθεση
Η λέξη "talante" αναφέρεται συνήθως σε μια ικανότητα ή προδιάθεση κάποιου για κάτι, μπορεί να αφορά είτε ταλέντο σε μια δημιουργική τέχνη είτε φυσική ικανότητα σε κάποια δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο, με συχνή χρήση σε κοινωνικές και επαγγελματικές συζητήσεις.
Στον τομέα της μουσικής, έχει μια εξαιρετική talante.
(Στον τομέα της μουσικής, έχει ένα εξαιρετικό ταλέντο.)
Η ομάδα χρειάζεται άτομα με talante στην ηγεσία.
(Η ομάδα χρειάζεται άτομα με ικανότητα στην ηγεσία.)
Μερικοί άνθρωποι tienen talante para la pintura.
(Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ταλέντο στη ζωγραφική.)
Mostrar talante
(Να δείχνεις ταλέντο)
El director mostró talante en la gestión del proyecto.
(Ο διευθυντής έδειξε ταλέντο στη διαχείριση του έργου.)
Talante de líder
(Ταλέντο ηγέτη)
Es importante tener talante de líder en el trabajo.
(Είναι σημαντικό να έχεις ταλέντο ηγέτη στη δουλειά.)
Desarrollar un talante
(Να αναπτύξεις ένα ταλέντο)
Es posible desarrollar un talante artístico con práctica.
(Είναι δυνατόν να αναπτύξεις ένα καλλιτεχνικό ταλέντο με πρακτική.)
Talante innato
(Έμφυτο ταλέντο)
Η λέξη "talante" προέρχεται από την λατινική λέξη "talentum", που σημαίνει "ταλέντο" ή "ικανότητα". Η έννοια έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου.
Συνώνυμα: - habilidad (ικανότητα) - destreza (δεξιοτεχνία) - capacidad (ικανότητα)
Αντώνυμα: - ineptitud (αδυναμία) - incapacidad (ανικανότητα) - falta de talento (έλλειψη ταλέντου)