talego είναι ουσιαστικό.
/taˈleɣo/
Στην ισπανική γλώσσα, το talego αναφέρεται σε μια μεγάλη τσάντα ή σακίδιο, συχνά χρησιμοποιούμενη για να μεταφράσουν βαριά αντικείμενα ή για την αποθήκευση προσωπικών ειδών. Μπορεί να χρησιμοποιείται και σε πιο ανεπίσημα ή κωμικά συμφραζόμενα, ανάλογα με τη συνομιλία. Οι χρήσεις του είναι πιο συχνές στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτό περιεχόμενο.
Χρειάζομαι μια τσάντα για να πάρω τα ρούχα μου για το ταξίδι.
El talego de la compra se rompió.
Το talego χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Να κουβαλάς τη μεγάλη τσάντα στους ώμους. (Μεταφορικά, σημαίνει να αναλαμβάνεις πολλές ευθύνες.)
Hacer un talego de dinero.
Να φτιάξεις μια τσάντα γεμάτη χρήματα. (Σημαίνει να κερδίσεις πολύ χρήμα ή να κάνεις μια καλή χρηματοοικονομική συμφωνία.)
Estar hecho un talego.
Η λέξη talego προέρχεται από το αραβικό "ṭalāq" (ṭalq), που για ορισμένες πηγές σχετίζεται με την έννοια της σάκκου και καταλήγοντας σήμερα σε διαφορετικούς τόπους, όπου η σημασία της είναι πιο κοντά στις μεγάλες τσάντες και τους αποθηκευτικούς χώρους.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα του όρου talego και της χρήσης του στην ισπανική γλώσσα.