Talento είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "talento" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /taˈlento/
Η λέξη "talento" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - ταλέντο
Η λέξη "talento" αναφέρεται σε μία φυσική ικανότητα ή ταλέντο που έχει κάποιος σε μία συγκεκριμένη δραστηριότητα ή τομέα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τις δεξιότητες ενός ατόμου στον τομέα της τέχνης, του αθλητισμού, των επιστημών κ.λπ. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
El talento artístico de Juan es impresionante.
(Το καλλιτεχνικό ταλέντο του Χουάν είναι εντυπωσιακό.)
Muchas personas no descubren su talento hasta más tarde en la vida.
(Πολλοί άνθρωποι δεν ανακαλύπτουν το ταλέντο τους μέχρι αργότερα στη ζωή.)
Tener talento para algo
(Να έχεις ταλέντο για κάτι)
Ejemplo: Ella tiene talento para la música.
(Έχει ταλέντο στη μουσική.)
Un talento natural
(Ένα φυσικό ταλέντο)
Ejemplo: Tiene un talento natural para el deporte.
(Έχει ένα φυσικό ταλέντο για τον αθλητισμό.)
Desarrollar un talento
(Να αναπτύξεις ένα ταλέντο)
Ejemplo: Es importante desarrollar el talento desde una edad temprana.
(Είναι σημαντικό να αναπτύξεις το ταλέντο από μικρή ηλικία.)
Reconocer el talento
(Να αναγνωρίσεις το ταλέντο)
Ejemplo: Es fundamental reconocer el talento en los jóvenes.
(Είναι θεμελιώδες να αναγνωριστεί το ταλέντο στους νέους.)
Η λέξη "talento" προέρχεται από το λατινικό "talentum", που σημαίνει "ικανότητα" ή "συναίσθημα". Η ρίζα της έχει σχέση με την έννοια του "ταλέντου" ως ικανότητας ή δώρου.
Συνώνυμα: - Habilidad (ικανότητα) - Don (δώρο) - Aptitud (επιδεξιότητα)
Αντώνυμα: - Ineptitud (ανικανότητα) - Torpeza (αδεξιότητα)