Η λέξη "talla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "talla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι /ˈta.ʝa/.
Η λέξη "talla" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στο μέγεθος διαφόρων αντικειμένων, κυρίως ρούχων, αλλά και στο ύψος ή την σιλουέτα ενός ατόμου. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Οι σχετικές χρήσεις της λέξης τείνουν να είναι πιο κοινές σε καταστήματα ρούχων, σε συζητήσεις για μόδα και στυλ, καθώς και σε ιατρικά ή διαιτητικά συμφραζόμενα.
La talla de este vestido es pequeña.
(Το μέγεθος αυτού του φορέματος είναι μικρό.)
Necesito saber tu talla para comprarte una camiseta.
(Πρέπει να ξέρω το μέγεθός σου για να σου αγοράσω ένα μπλουζάκι.)
Su talla es XL, así que busqué ropa de ese tamaño.
(Το μέγεθός της είναι XL, οπότε αναζήτησα ρούχα αυτού του μεγέθους.)
Η λέξη "talla" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Siempre busco tallas grandes cuando compro ropa.
(Πάντα ψάχνω μεγάλα μεγέθη όταν αγοράζω ρούχα.)
Talla única
(Μοναδικό μέγεθος)
Esta bufanda viene en talla única y se adapta a todos.
(Αυτή η μαντήλα έρχεται σε μοναδικό μέγεθος και προσαρμόζεται σε όλους.)
Cortar a la talla
(Κόβω στο μέγεθος)
El sastre sabe cómo cortar a la talla exacta.
(Ο ράφτης ξέρει πώς να κόψει στο ακριβές μέγεθος.)
No hay talla que me quede bien
(Δεν υπάρχει μέγεθος που να μου ταιριάζει καλά)
Η λέξη "talla" προέρχεται από το Λατινικό "talla", το οποίο σημαίνει μικρό μέγεθος ή κοπή. Συνδέεται με τις λέξεις που σημαίνουν "κόβω" ή "σχηματίζω".
Συνώνυμα: - tamaño (μέγεθος) - medida (μέτρηση)
Αντώνυμα: - insignificante (μη σημαντικό, πολύ μικρό) - excesivo (υπερβολικό, πολύ μεγάλο)