Το "tallado" είναι ένα επίθετο και επίσης το συμμετοχή του ρήματος "tallar".
/taˈjaðo/
Η λέξη "tallado" προέρχεται από το ρήμα "tallar", που σημαίνει "σκαλίζω" ή "λαξεύω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα που έχουν υποστεί επεξεργασία με χειροποίητη τέχνη ή τεχνική, συνήθως αναφερόμενη σε ξύλο, πέτρα ή άλλα υλικά.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και μπορεί να σχηματίσει πιο κοινές εκφράσεις τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
La escultura está tallada en madera.
(Η γλυπτική είναι σκαλιστή σε ξύλο.)
El mueble fue tallado a mano por un artesano experto.
(Το έπιπλο είναι λαξευτό χειροποίητα από έναν έμπειρο τεχνίτη.)
Η λέξη "tallado" δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την τέχνη ή την ακρίβεια.
"Un tallado a la medida" υπαινίσσεται κάτι που έχει κατασκευαστεί ή προσαρμοστεί με μεγάλη ακρίβεια.
(Ένα σκαλιστό κατ' απαίτηση.)
"Tallado con amor" αναφέρεται σε κάτι που έχει δημιουργηθεί με μεγάλη προσοχή και αγάπη.
(Σκαλιστό με αγάπη.)
Η λέξη "tallado" προέρχεται από το ρήμα "tallar", που έχει ρίζες στα Λατινικά μέσω της λέξης "taliare", η οποία σημαίνει "κόβω" ή "σκαλίζω".
Συνώνυμα: - esculpido (γλυπτό) - labrado (λαξευτό)
Αντώνυμα: - liso (λεία) - desprolijo (ατακτοποίητο)