Ρήμα
/taˈʝar/
Η λέξη "tallar" σημαίνει να σκαλίζεις ή να κόβεις ένα υλικό (όπως ξύλο ή πέτρα) σε συγκεκριμένο σχήμα ή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά σε καλλιτεχνικούς ή τεχνικούς τομείς και μπορεί επίσης να αναφέρεται στην καλλιέργεια ενός οργανισμού ή μιας μορφής.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πεδίο.
Voy a tallar una figura en madera.
(Θα σκαλίσω μια φιγούρα σε ξύλο.)
Ella quiere tallar su propio camino en la vida.
(Αυτή θέλει να διαμορφώσει τον δικό της δρόμο στη ζωή.)
El artista necesita herramientas para tallar la piedra.
(Ο καλλιτέχνης χρειάζεται εργαλεία για να σκαλίσει την πέτρα.)
Tallar el futuro
(Να διαμορφώσεις το μέλλον)
Es importante tallar el futuro con decisiones acertadas.
(Είναι σημαντικό να διαμορφώσεις το μέλλον με σωστές αποφάσεις.)
Tallar en la vida
(Να σκαλίσεις στη ζωή)
Todos deben tallar en la vida sus propias experiencias.
(Όλοι πρέπει να σκαλίσουν στη ζωή τις δικές τους εμπειρίες.)
Tallar la personalidad
(Να διαμορφώσεις την προσωπικότητα)
Las experiencias ayudan a tallar la personalidad de una persona.
(Οι εμπειρίες βοηθούν να διαμορφωθεί η προσωπικότητα ενός ατόμου.)
No hay que tallar en piedra
(Δεν πρέπει να σκαλίσουμε σε πέτρα)
A veces, es mejor no tallar en piedra nuestras decisiones.
(Μερικές φορές, είναι καλύτερο να μην σκαλίσουμε σε πέτρα τις αποφάσεις μας.)
Tallar relaciones
(Να διαμορφώσεις σχέσεις)
Es fundamental tallar relaciones saludables.
(Είναι θεμελιώδες να διαμορφώσεις υγιείς σχέσεις.)
Η λέξη "tallar" προέρχεται από το λατινικό "taliare", το οποίο σημαίνει "κόβω" ή "χάρασσω".
Συνώνυμα: - Sculpir (γλυφαίνω) - Cortar (κόβω)
Αντώνυμα: - Desformar (παραμορφώνω) - Deshacer (καταστρέφω)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "tallar" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και την ικανότητά της να ενσωματώνεται σε ιδιωματικές εκφράσεις.