taller: ουσιαστικό
[ˈtal.er]
Η λέξη taller στην ισπανική γλώσσα σημαίνει κυρίως "εργαστήριο" ή "πανεπιστημιακό εργαστήριο". Χρησιμοποιείται σε διαφορετικούς τομείς, όπως η εκπαίδευση, η τέχνη και η βιομηχανία. Όταν αναφέρεται στο "υψος" ή "υψωμένος", χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και βασίζεται σε συγκείμενο.
El profesor organizó un taller sobre técnicas de dibujo.
(Ο καθηγητής διοργάνωσε ένα εργαστήριο για τεχνικές ζωγραφικής.)
El taller de mecánica está lleno de herramientas modernas.
(Το εργαστήριο μηχανικής είναι γεμάτο από σύγχρονα εργαλεία.)
En el taller de cocina aprendimos a hacer pasteles.
(Στο εργαστήριο μαγειρικής μάθαμε να φτιάχνουμε γλυκά.)
Η λέξη taller έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Hacer un taller de un día.
(Να κάνεις ένα εργαστήριο μιας ημέρας.)
Με την έννοια ότι συμμετέχεις σε μία σύντομη εκπαίδευση ή εργαστήριο.
Taller de ideas.
(Εργαστήριο ιδεών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συνεδρία ή συνάντηση όπου δημιουργούνται νέες ιδέες.
Taller de lectura.
(Εργαστήριο ανάγνωσης.)
Αναφέρεται σε ένα πρόγραμμα ή δραστηριότητα όπου συμμετέχουν άτομα για να βελτιώσουν τις ικανότητες ανάγνωσής τους.
Un taller de autoestima.
(Ένα εργαστήριο αυτοεκτίμησης.)
Χρησιμοποιείται σε πλαίσια ψυχολογίας και ανάπτυξης προσωπικότητας.
Η λέξη taller προέρχεται από το λατινικό taliare, που σημαίνει "να κόβεις" ή "να προετοιμάζεις".
Συνώνυμα: - taller (εργαστήριο) - ateliér
Αντώνυμα: - desorden (αταξία, εννοώντας την έλλειψη οργάνωσης που ίσως έχει ένα εργαστήριο).