Το "talonario" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/talonˈaɾjo/
Η λέξη "talonario" αναφέρεται συνήθως σε ένα μπλοκ ή βιβλίο, που περιλαμβάνει επιταγές ή αντίτυπα που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση χρημάτων και συναλλαγών. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον χρηματοοικονομικό τομέα, ειδικά σε επιχειρηματικά και τραπεζικά περιβάλλοντα. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια οικονομικών συζητήσεων.
El cliente firmó el talonario antes de recibir el préstamo.
(Ο πελάτης υπέγραψε το μπλοκ επιταγών πριν λάβει το δάνειο.)
Necesito comprar un nuevo talonario para gestionar las ventas.
(Χρειάζομαι να αγοράσω ένα νέο μπλοκ επιταγών για να διαχειριστώ τις πωλήσεις.)
Η λέξη "talonario" μπορεί να μην είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις σχετικές με την οικονομία.
"No tengo un talonario, así que no puedo pagar la cuenta."
(Δεν έχω μπλοκ επιταγών, οπότε δεν μπορώ να πληρώσω τον λογαριασμό.)
"Siempre es bueno tener un talonario a mano por si acaso."
(Πάντα είναι καλό να έχεις ένα μπλοκ επιταγών έτοιμο για παν ενδεχόμενο.)
"El talonario de cheques es esencial para las empresas."
(Το μπλοκ επιταγών είναι απαραίτητο για τις επιχειρήσεις.)
Η λέξη "talonario" προέρχεται από τη λέξη "talón", που σημαίνει "έξτρα κομμάτι" ή "κουπόνι". Συνδέεται επίσης με την παραδoσιακή πρακτική της καταγραφής και τήρησης εγγράφων για τη χρηματοοικονομική διαχείριση.
Συνώνυμα: - Librito de cheques (βιβλίο επιταγών) - Talón (κουπόνι)
Αντώνυμα: - Contado (μετρητά) - Pago inmediato (άμεση πληρωμή)