Talud είναι ένα ουσιαστικό (στάθμη).
/taˈlud/
Η λέξη "talud" αναφέρεται σε μια κεκλιμένη επιφάνεια ή πλαγιά, που μπορεί να σχηματιστεί φυσικά ή να κατασκευαστεί τεχνητά. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην αρχιτεκτονική, την πολιτική μηχανική και στρατιωτικές εφαρμογές για να περιγράψει τις κεκλιμένες επιφάνειες που ενδέχεται να προσφέρουν υποστήριξη ή προστασία. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά έχει υψηλή χρήση σε τεχνικές περιγραφές και κείμενα.
El talud del río estaba cubierto de vegetación.
Η πλαγιά του ποταμού ήταν καλυμμένη με βλάστηση.
Los ingenieros diseñaron un talud para evitar la erosión.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν μια κεκλιμένη επιφάνεια για να αποτρέψουν τη διάβρωση.
El ejército construyó un talud como parte de su defensa.
Ο στρατός κατασκεύασε μια πλαγιά ως μέρος της άμυνάς του.
Η λέξη "talud" μπορεί να εισέλθει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en un talud.
Σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια δύσκολη/επικίνδυνη κατάσταση.
Estoy en un talud financiero y necesito ayuda.
Είμαι σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση και χρειάζομαι βοήθεια.
Bajar del talud.
Αναφέρεται στη διαδικασία να ξεφεύγεις από μια αναστάτωση ή δυσκολία.
Después de la crisis, finalmente hemos logrado bajar del talud.
Μετά την κρίση, τελικά καταφέραμε να ξεφύγουμε από την αναστάτωση.
Tener un talud a favor.
Σημαίνει να έχεις πλεονέκτημα σε μια κατάσταση.
Con la nueva estrategia, tenemos un talud a favor en el mercado.
Με τη νέα στρατηγική, έχουμε πλεονέκτημα στην αγορά.
Η λέξη "talud" προέρχεται από τον αραβικό όρο "ṭalud" που σημαίνει πλαγιά ή κεκλιμένο έδαφος. Η χρήση της έχει αναπτυχθεί με τον καιρό, επηρεαζόμενη από το ισπανικό πολιτιστικό και τεχνικό περιβάλλον.
Συνώνυμα: - pendiente (κλίση) - ladera (πλαγιά)
Αντώνυμα: - plano (ισοδύναμο - επίπεδο) - vertical (κατακόρυφος)