tamal: ουσιαστικό
[taˈmal]
Ο όρος tamal αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό πιάτο της Λατινικής Αμερικής, κυρίως του Μεξικού και άλλων χωρών στην περιοχή, όπως το Περού και η Χιλή. Συνήθως παρασκευάζεται από ζύμη καλαμποκιού, η οποία γεμίζεται με διάφορες γέμισης (κρέας, λαχανικά, τυρί κ.λπ.), τυλίγεται σε φύλλα καλαμποκιού ή μπανανών και στη συνέχεια βράζεται ή ατμίζεται.
Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο σχετικά με τη μαγειρική και τον πολιτισμό.
Μου αρέσει να τρώω ταμάλες στις γιορτές.
Los tamales son un plato típico de la Navidad en México.
Τα ταμάλες είναι ένα τυπικό πιάτο των Χριστουγέννων στο Μεξικό.
En Perú, los tamales se preparan con carne de cerdo.
Ο όρος "tamal" δεν έχει σημαντικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με το πολιτισμικό πλαίσιο που τον περιβάλλει.
Το να τρως ταμάλες είναι μια οικογενειακή παράδοση σε πολλές κοινότητες.
Hacer tamales requiere tiempo y paciencia.
Η παρασκευή ταμάλες απαιτεί χρόνο και υπομονή.
Los tamales de mi abuela son los mejores del mundo.
Η λέξη "tamal" προέρχεται από τη Ναχουά (γλώσσα των Αζτέκων) "tamalli", που σημαίνει "τυλιγμένο".
Συνώνυμα: - tamal de camarones (ταμάλ με γαρίδες) - tamal de pollo (ταμάλ με κοτόπουλο)
Αντώνυμα: - δεν υπάρχουν καθαρά αντώνυμα καθώς το tamal αποτελεί συγκεκριμένο τύπο φαγητού και δεν υπάρχουν αντίθετα πιάτα σ' αυτό το πλαίσιο.
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν την πλούσια πολιτισμική σημασία των ταμάλες στην Λατινική Αμερική και πώς αποτελούν σημαντικό μέρος της κουζίνας και των παραδόσεων των χωρών αυτών.