Λέξη: tambor
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: [tamˈβoɾ]
Η λέξη "tambor" αναφέρεται σε ένα μουσικό όργανο που παράγει ήχο μέσω δονήσεων σε μια μεμβράνη, συνήθως χρησιμοποιούμενο στη μουσική και σε στρατιωτικές ασκήσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί ότι χρησιμοποιείται συχνότερα σε πολιτιστικά και μουσικά πλαίσια.
El tambor marcaba el ritmo de la canción.
(Το τύμπανο καθόριζε τον ρυθμό του τραγουδιού.)
En la batalla, el tambor era esencial para coordinar a las tropas.
(Στη μάχη, το τύμπανο ήταν απαραίτητο για να συντονίζει τις δυνάμεις.)
En la fiesta, el grupo de música tenía un tambor que encantó a todos.
(Στο πάρτι, η μουσική ομάδα είχε ένα τύμπανο που ενθουσίασε όλους.)
Η λέξη "tambor" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Tocar el tambor" – αναφέρεται στην έντονη συμμετοχή ή στην προώθηση μιας ιδέας.
(Σημασία: Να προωθήσεις έντονα κάτι.)
Ejemplo: Siempre toca el tambor de sus proyectos. (Πάντα προχωρά στις προτάσεις του)
"Estar como un tambor" – όταν κάποιος είναι σε άθλιο κατάσταση ή έχει πολύ άγχος.
(Σημασία: Να βρίσκεσαι σε κακή κατάσταση ή να είσαι αναστατωμένος.)
Ejemplo: Estaba como un tambor antes de la presentación. (Ήταν σαν τύμπανο πριν την παρουσίαση.)
"Tener un corazón de tambor" – για κάποιον που είναι πολύ ευαίσθητος ή συναισθηματικός.
(Σημασία: Να είσαι ευαίσθητος ή συναισθηματικός.)
Ejemplo: Mi hermano tiene un corazón de tambor; llora con facilidad. (Ο αδελφός μου είναι πολύ ευαίσθητος; κλαίει εύκολα.)
Η λέξη "tambor" προέρχεται από τον λατινικό όρο "tambores", που σημαίνει τα ίδια.
Συνώνυμα: - batería (μπαταρία) - percusión (έκτακτος)
Αντώνυμα: - silencio (σιγή) - calma (ηρεμία)