Η λέξη "tangente" είναι ουσιαστικό και χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των μαθηματικών.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tangente" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /tanˈxente/.
Η λέξη "tangente" αναφέρεται σε μια γραμμή ή επίπεδο που αγγίζει μια καμπύλη σε ένα μόνο σημείο. Στα μαθηματικά, οι τανγιόντες χρησιμοποιούνται συχνά στη γεωμετρία και την ανάλυση για να περιγράψουν σχέσεις μεταξύ καμπυλών και γραμμών. Είναι μια βασική έννοια στο λογισμό, και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και μαθηματικά κείμενα.
Η εφαπτόμενη στην καμπύλη αγγίζει το σημείο χωρίς να το διασχίζει.
En el cálculo, calculamos la tangente de una función en un punto dado.
Η λέξη "tangente" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις και περισσότερο σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες κοινές χρήσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αποφεύγει την ουσία μιας συζήτησης.
Tirar la tangente.
Χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι κάποιος αποφεύγει ευθύνες.
Estar en tangente.
Η λέξη "tangente" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "tangens", η οποία σημαίνει "αγγίζω".
Συνώνυμα: - Ecuación (σε διαφορετικά συμφραζόμενα) - Línea de contacto (λύση που αφορά επαφή)
Αντώνυμα: - Secante (γραμμή που διασχίζει μια καμπύλη σε δύο σημεία αντί για ένα).