Το "tangible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈtændʒəbl/.
Η λέξη "tangible" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό ή να αγγιχθεί φυσικά, κάτι που έχει φυσική παρουσία. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως απολογιστικά, σε νομικά συμφραζόμενα και στην καθημερινή ομιλία. Υπάρχει συχνά μια προτίμηση για χρήση του σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και είναι κατανοητό και στους δύο.
La evidencia tangible es crucial para el juicio.
(Η απτή απόδειξη είναι κρίσιμη για τη δίκη.)
Necesitamos un plan tangible para avanzar en el proyecto.
(Χρειαζόμαστε ένα χειροπιαστό σχέδιο για να προχωρήσουμε στο έργο.)
Los beneficios tangibles de esta inversión son innegables.
(Τα χειροπιαστά οφέλη αυτής της επένδυσης είναι αναμφίβολα.)
Η λέξη "tangible" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει νόημα στον λόγο.
Resultados tangibles
(Χειροπιαστά αποτελέσματα)
Los resultados tangibles del programa son evidentes.
(Τα χειροπιαστά αποτελέσματα του προγράμματος είναι προφανή.)
Beneficios tangibles
(Χειροπιαστά οφέλη)
Este proyecto traerá beneficios tangibles para la comunidad.
(Αυτό το έργο θα φέρει χειροπιαστά οφέλη για την κοινότητα.)
Cambio tangible
(Χειροπιαστή αλλαγή)
Esperamos ver un cambio tangible en nuestra estrategia pronto.
(Περιμένουμε να δούμε μια χειροπιαστή αλλαγή στη στρατηγική μας σύντομα.)
Η λέξη "tangible" προέρχεται από το λατινικό "tangibilis," το οποίο σημαίνει "αυτό που μπορεί να αγγισθεί" και προέρχεται από το ρήμα "tangere," που σημαίνει "αγγίζω."