Tanque είναι ουσιαστικό.
/tɑŋ.ke/
Η λέξη tanque σημαίνει κυρίως "δεξαμενή" ή "ταγμα" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο ή δοχείο όπου αποθηκεύονται υγρά, όπως νερό ή καύσιμα, αλλά επίσης αναφέρεται και σε στρατιωτικά τανκς. Η χρήση της ποικίλλει από το γενικό περιβάλλον μέχρι ειδικά ιατρικά και στρατιωτικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο: στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
El agua se almacena en un tanque.
Το νερό αποθηκεύεται σε μια δεξαμενή.
El tanque de gas está vacío.
Η δεξαμενή αερίου είναι άδεια.
El ejército desplegó varios tanques en la frontera.
Ο στρατός ανέπτυξε διάφορα τανκς στα σύνορα.
Η λέξη tanque χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Να είσαι σε κακή κατάσταση.
"Llenar el tanque"
Μετάφραση: Να αναλάβεις τις ευθύνες σου.
"Tanque de ideas"
Μετάφραση: Δοχείο ιδεών.
"Tener un tanque de oxígeno"
Η λέξη tanque προέρχεται από το Λατινικό "tanca", που σημαίνει "αποθήκευση" ή "φράγμα".
Συνώνυμα: - Reservorio (δεξαμενή) - Cisterna (δεξαμενή) - Vehículo de guerra (στρατιωτικό όχημα)
Αντώνυμα: - Vacío (άδειο) - Inexistente (μη υπάρχον)
Αυτή είναι μια περιεκτική περιγραφή της λέξης tanque στα Ισπανικά, με πληροφορίες για τη χρήση της, παραδείγματα και ιδιωματικές εκφράσεις.