Η λέξη "tapadera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ta.paˈðe.ɾa/
Η λέξη "tapadera" αναφέρεται σε κάτι που χρησιμοποιείται για να καλύψει ή να αποκρύψει κάτι άλλο. Μπορεί να αναφέρεται τόσο σε φυσικά καλύμματα όσο και μεταφορικά, όπως σε καταστάσεις όπου κάτι είναι κρυφό ή μη φανερό. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τροποποιήσεις ή ρυθμίσεις που 'καλύπτουν' την πραγματική κατάσταση. Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή, κυρίως στο γραπτό λόγο.
Το κάλυμμα της κατσαρόλας ήταν σπασμένο.
Usó una tapadera para ocultar sus verdaderas intenciones.
Η λέξη "tapadera" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις.
Πάντα ψάχνει ένα κάλυμμα για τα ψέματά του.
Tener una tapadera
Η επιχείρηση έχει έναν νόμιμο κρυφό σκοπό.
Tapadera de las apariencias
Μην αφήσεις να σε ξεγελάσει το κέλυφος των φαινομένων.
Caer en la tapadera
Η λέξη "tapadera" προέρχεται από το ρήμα "tapar", το οποίο σημαίνει "να καλύπτω", με την προσθήκη της κατάληξης "-dera" που δηλώνει μέρος ή εργαλείο.