Το "tapizar" είναι ρήμα.
[ta.piˈθaɾ] (Ισπανικά, καστιλιανά) ή [ta.piˈzaɾ] (Ισπανικά, λατινικής Αμερικής)
Η λέξη "tapizar" αναφέρεται στη διαδικασία κάλυψης ή επένδυσης ενός αντικειμένου, συνήθως επίπλων, με ύφασμα ή άλλο υλικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε χώρους που σχετίζονται με το εσωτερικό σχέδιο και τη διακόσμηση των χώρων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
"Voy a tapizar el sofá de la sala con un nuevo tejido."
"Θα ταπετσαρώ τον καναπέ της σαλονά με ένα νέο ύφασμα."
"Necesitamos tapizar las sillas del comedor para que se vean más elegantes."
"Πρέπει να ταπετσάρουμε τις καρέκλες της τραπεζαρίας για να φαίνονται πιο κομψές."
"El tapizado de la cama le dará un toque especial a la habitación."
"Η ταπετσαρία του κρεβατιού θα δώσει μια ιδιαίτερη αίσθηση στην κάμαρη."
Η λέξη "tapizar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
"No hay que tapizar el problema, hay que enfrentarlo."
"Δεν πρέπει να καλύπτουμε το πρόβλημα, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε."
"Estás tapizando la verdad con mentiras."
"Καλύπτεις την αλήθεια με ψέματα."
"Al tapizar el proyecto con más colaboradores, se hizo más viable."
"Με το να επενδύσουμε το έργο με περισσότερους συνεργάτες, έγινε πιο εφικτό."
"A veces, es necesario tapizar las emociones para no herir a otros."
"Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να καλύπτουμε τα συναισθήματα για να μην πληγώνουμε άλλους."
Η λέξη "tapizar" προέρχεται από το λατινικό "tappis," που σημαίνει "ταπί" ή "ύφασμα." Αφορά την τεχνική κάλυψης αντικειμένων με υφάσματα.
Συνώνυμα: - revestir (επενδύω) - cubrir (καλύπτω)
Αντώνυμα: - descubrir (ανακαλύπτω) - despojar (αφαιρώ)